Τα 200 Καλύτερα Ελληνικά Τραγούδια όλων των εποχών

Αγαπητοί φίλοι,

Πολλά χρόνια πριν, στο τέλος της εφηβείας μου, μου γεννήθηκε η ιδέα να φτιάξω μια λίστα με τα 100 πιο αγαπημένα μου ελληνικά τραγούδια, όλων των ειδών και όλων των εποχών. Τώρα πια, ξέρω ότι ο βασικός λόγος που ήθελα να ασχοληθώ με μια τέτοια καταγραφή, ήταν για να βάλω σε μια σειρά και να  χαρτογραφήσω  τις επιρροές μου από το χώρο της ελληνικής μουσικής και, μέσω αυτής της χαρτογράφησης και σε δεύτερο επίπεδο, να γνωρίσω καλύτερα τον εαυτό μου. Φυσικά, αν έφτιαχνα τότε αυτή τη λίστα, θα ήταν, αναπόφευκτα, αρκετά ελλιπής. Βλέπετε, υπήρχαν διάφορα είδη τραγουδιού στα οποία δεν είχα εμβαθύνει σχεδόν καθόλου και αρκετοί αξιόλογοι μουσικοί, που είτε δεν τους γνώριζα, είτε τους γνώριζα,μεν, αλλά δεν ήμουν αρκετά εξοικειωμένος με αυτούς. Ωστόσο, καθώς περνούσαν τα χρόνια, εμπλούτιζα τα ακούσματα μου και τις γνώσεις μου, όσον αφορά τους σημαντικούς Έλληνες τραγουδοποιούς και τα ξεχωριστά ελληνικά τραγούδια, τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος. Επιπλέον, καθώς κάποιοι νέοι μουσικοί και συγκροτήματα, που έγραφαν εξαιρετικά τραγούδια, εμφανίστηκαν στο ελληνικό μουσικό προσκήνιο, άρχισα να παρακολουθώ και να μελετώ και το δικό τους έργο.

Πρόσφατα, λοιπόν, συνειδητοποίησα ότι, έχοντας αποκτήσει μια αρκετά σφαιρική γνώση όλων των ειδών του ελληνικού τραγουδιού, είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για να εκπληρώσω την εφηβική μου επιδίωξη. Μόνο που, επειδή τα 100 μου φαίνονταν λίγα, αποφάσισα η λίστα μου να περιλαμβάνει τα 200 καλύτερα ελληνικά τραγούδια όλων των εποχών (και πάλι, βέβαια, το ότι επέλεξα 200, σήμαινε πως πολλές δεκάδες, αν όχι και εκατοντάδες, θαυμάσια τραγούδια έπρεπε να μείνουν εκτός). Επιπλέον, για να κάνω πιο ενδιαφέρουσα την πρόκληση αποφάσισα να γράψω ένα συνοδευτικό κείμενο για το κάθε ένα από αυτά. Το εγχείρημα αυτό αποδείχτηκε πιο δύσκολο απ’ ότι το περίμενα, και οδήγησε τα πράγματα στο να πάρουν μια κάπως διαφορετική τροπή. Σύντομα, διαπίστωσα πως έπρεπε να επενδύσω πνευματικά, ψυχικά και συναισθηματικά στο πρότζεκτ «λίστα», ειδάλλως το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν κολοβό, νερόβραστο και, εν τέλει, αδιάφορο. Οπότε, έκανα αυτό που θεωρώ ότι όφειλα να κάνω για να ανταποκριθώ στις προδιαγραφές που είχα θέσει στον εαυτό μου και, από εκεί και πέρα, διατρέχοντας τη λίστα, εσείς θα κρίνετε, με βάση τα δικά σας κριτήρια και την αισθητική σας, αν άξιζε ή όχι τον κόπο όλη αυτή η ιστορία.

Και τώρα, επιτέλους, είμαι στην ευχάριστη θέση να σας παρουσιάσω, με κάθε επισημότητα, την λίστα μου. Ωστόσο, επειδή αυτή διέπεται από κάποιες συγκεκριμένες αρχές και κανόνες, θα ήθελα να σας τους αποσαφηνίσω, πριν καταπιαστείτε με την… δοκιμασία της ανάγνωσής της: Πρώτον, η λίστα περιλαμβάνει τα 200 καλύτερα ελληνικά τραγούδια όλων των ειδών (από χιπ-χοπ μέχρι ρεμπέτικο και από λαϊκό μέχρι ροκ), μέχρι και το σωτήριον έτος 2010 μ.Χ., σε αντίστροφη μέτρηση από το νούμερο 200 ως το νούμερο 1, βάσει του δικών μου προσωπικών προτιμήσεων και της δικής μου υποκειμενικής κρίσης. Αυτά τα δύο είναι τα μόνα κριτήρια μου, και κανένα άλλο. Συνεπώς, η αξιολόγησή μου σε καμία περίπτωση δεν επιχειρεί να εμφανιστεί ως αντικειμενική. Εξάλλου, εκ πεποιθήσεως, δεν ενστερνίζομαι την πεποίθηση περί της ύπαρξης μιας απολύτως αντικειμενικής οπτικής γωνίας θέασης της πραγματικότητας και των επιμέρους χώρων της. Δεύτερον, όταν μιλάω για ελληνικά τραγούδια, εννοώ, αποκλειστικά, τραγούδια με ελληνικό στίχο ή ορχηστρικά τραγούδια από Έλληνες δημιουργούς. Τρίτον, επιδιώκοντας να υπάρχει ένας ελάχιστος βαθμός αντιπροσωπευτικότητας στη λίστα, έθεσα ως ανώτατο όριο εκπροσώπησης σε αυτήν τα 5 κομμάτια ανά συνθέτη (διότι αλλιώς, ενδέχεται να έπαιρναν την μερίδα του λέοντος 9-10 συνθέτες, και το αποτέλεσμα θα ήταν, μάλλον, άνισο). Προσοχή, το όριο είναι τα 5 κομμάτια το πολύ ανά συνθέτη (απόρροια της αντίληψής μου ότι ο μουσικός είναι ο σημαντικότερος συντελεστής ενός τραγουδιού και εκείνος που, ουσιαστικά, καθορίζει τη φυσιογνωμία του), και όχι ανά στιχουργό ή ανά ερμηνευτή. Εκεί δεν υπάρχουν όρια, όπως θα διαπιστώσετε. Τέταρτον, επειδή κάποια από τα τραγούδια της λίστας έχουν πολλές εκτελέσεις / παραλλαγές, εγώ προκρίνω, σε κάθε περίπτωση, την συγκεκριμένη εκτέλεση και τον συγκεκριμένο ερμηνευτή, που αναφέρω. Πέμπτον, η παρούσα λίστα δεν αποτελεί ούτε επιστημονική διατριβή, ούτε δοκίμιο, ούτε κριτική επισκόπηση του ελληνικού τραγουδιού. Αν ήθελα, οπωσδήποτε, να της προσδώσω έναν χαρακτηρισμό, αυτός θα ήταν ο εξής: ένα πειραματικό «καλλιτεχνικό» πρότζεκτ, προϊόν διανοίας (μιας διανοίας, πιθανώς, ελαφρώς διαταραγμένης), που, ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και πολύ σοβαρά! Εννοείται πως οποιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις μόνο ως συμπτωματική θα πρέπει να θεωρείται κ.λ.π., κ.λ.π. Και έκτον, η λίστα είναι αυστηρώς ακατάλληλη δι’ ανηλίκους, στην ηλικία, στο μυαλό ή στην ψυχή.

Η παρουσίαση της λίστας θα γίνει σε 5 μέρη.

Αυτά, εν ολίγοις!  Απολαύστε υπεύθυνα!

Αλ. Αθ. Εξ.

 

 

Μέρος Δεύτερο: #150-101

 

150. Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον

Σύνθεση: Δήμος Μούτσης

Ερμηνεία: Άλκηστις Πρωτοψάλτη

Στίχος: Κωνσταντίνος Καβάφης

Άλμπουμ: Τετραλογία

1975

Θα συμφωνήσετε, φαντάζομαι, ότι το να προσπαθήσεις να μελοποιήσεις τον Καβάφη δεν είναι και ό,τι πιο εύκολο. Ο Δήμος Μούτσης το τόλμησε, έβαλε τα δυνατά του στην «Τετραλογία» (όπου μελοποίησε τα έργα 4 ποιητών: Καβάφη, Καρυωτάκη, Σεφέρη και Ρίτσου), πειραματίστηκε σε βαθμό πρωτοφανή για τον ίδιο (βασίστηκε σε μοτίβα ηλεκτρονικής μουσικής, χρησιμοποιώντας συνθεσάιζερ στην ενορχήστρωση) και το αποτέλεσμα είναι σίγουρα αρκετά ενδιαφέρον και πρωτότυπο, ειδικά για την εποχή που κυκλοφόρησε ο δίσκος. Η όλη ενορχήστρωση του «Απολείπειν» έχει στοιχεία, τα οποία, αφενός, συμβάλλουν στο να μεταδοθεί μια αίσθηση μεγαλοπρέπειας (για ολόκληρο Αντώνιο μιλάμε, μην ξεχνιέστε, με Αλεξάνδρειες, με τις σχέσεις του με Κλεοπάτρες, και δεν συμμαζεύεται) και, αφετέρου, στο να είναι διαρκώς παρούσα εκείνη η αδιόρατη, αλλά τόσο χαρακτηριστική και σήμα κατατεθέν του μεγάλου ποιητή, Καβαφική ειρωνεία. Kudos στον Δήμο, λοιπόν, για την προσπάθεια του και την ξεχωριστή μουσική του πρόταση, και κρίμα που αυτός ο δίσκος δεν απήλαυσε την επιτυχία που, νομίζω, θα του άρμοζε.

http://www.youtube.com/watch?v=MFGls07miEI&feature=related

149. Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι

Σύνθεση: Απόστολος Καλδάρας

Ερμηνεία: Στέλλα Χασκίλ

Στίχος: Απόστολος Καλδάρας

1947

Είναι το πρώτο τραγούδι στην καριέρα (εντελώς παράταιρη λέξη για έναν ρεμπέτη, έτσι δεν είναι;) του Απόστολου Καλδάρα, γραμμένο και ηχογραφημένο σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη και δύσκολη εποχή για την Ελλάδα και με ένα «απαγορευμένο», τότε, θέμα (γι’ αυτό και ο Καλδάρας αυτολογοκρίθηκε στο στίχο: το τραγούδι ουσιαστικά μιλάει για έναν πολιτικό κρατούμενο που είναι φυλακισμένος στο Γεντί Κουλέ). Από το 1947 έχουν περάσει, βέβαια, πολλά χρόνια και έχουν συμβεί πάρα πάρα πολλά και διάφορα, ωστόσο το συγκεκριμένο ζεϊμπέκικο παραμένει διαχρονικό και πάντα συγκινεί και ξυπνάει έντονα συναισθήματα σε όσους το ακούνε. Ίσως ο λόγος γι’ αυτό να είναι ότι έχει εγγραφεί στο συλλογικό ασυνείδητο της μεταπολεμικής Ελλάδας, με το συμβολισμό του μιας άλλης, ταραγμένης εποχής, με διαφορετικές βασικές κοινωνικές παραδοχές και παραμέτρους, αλλά και διαφορετικές προσδοκίες. Ή ίσως, απλά, ο λόγος να είναι ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικό, all-time classic (άτιμη Αρβανιτιά!), ρεμπέτικο τραγούδι.

http://www.youtube.com/watch?v=mldi3_rwAM0

148. Η φάμπρικα

Σύνθεση: Γιάννης Μαρκόπουλος

Ερμηνεία: Λάκης Χαλκιάς

Στίχος: Γιώργος Σκούρτης

Άλμπουμ: Μετανάστες

1974

Η μετανάστευση ήταν ένας από τους παράγοντες που έπαιξαν κεντρικό και καταλυτικό ρόλο  στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας των Ελλήνων και της Ελλάδας, στον 20ο αιώνα. Υπήρξαν, φυσικά, διάφορα είδη μετανάστευσης: εσωτερική, εξωτερική, προσφυγιά. Το ζήτημα της εξωτερικής μετανάστευσης, όμως, που είναι και στο επίκεντρο του συγκεκριμένου τραγουδιού, είναι το πιο έντονα φορτισμένο και αυτό, του οποίου το νόημα και οι επιπτώσεις είναι πράγματα που μπορούν  να γίνουν, έστω και λίγο, αντιληπτά από τον καθένα μας. Ποιός από εμάς δεν είχε, ή δεν έχει, έστω κι ένα συγγενή μετανάστη, πρώτης ή δεύτερης γενιάς, σε Αμερική, Γερμανία, Αυστραλία ή κάποια άλλη χώρα; Ποιός από εμάς, συνεπώς, δεν μπορεί να συναισθανθεί, έστω κι αν δεν το έχει βιώσει από πρώτο χέρι, τι σημαίνει αναγκαστικός ξεριζωμός, για λόγους βιοπορισμού, από την πατρίδα και τι σημαίνει εργασία υπό πολύ σκληρές συνθήκες και με αβέβαιη ανταμοιβή; Επομένως, δεν είναι να απορούμε για το ότι η «Φάμπρικα» μας συγκινεί, κάθε φορά που την ακούμε: ερεθίζει κάποιες πολύ ευαίσθητες χορδές, που υπάρχουν βαθιά μέσα μας, τόσο σε ατομικό όσο και, κυρίως, σε κοινωνικό επίπεδο, και μας υπενθυμίζει κάτι, το οποίο στα χρόνια της, σε μεγάλο βαθμό, επίπλαστης ευμάρειας, σχεδόν το ξεχάσαμε. Μας υπευνθυμίζει πως τίποτε δεν πρέπει να θεωρείται ως δεδομένο και πως η επιστροφή στο σημείο μηδέν είναι κάποιες φορές, δυστυχώς, μονόδρομος.

http://www.youtube.com/watch?v=OHwdMvBI-mM&feature=fvwrel

147. Ξύπνα! Φτάσαμε

Σύνθεση: Γιώργος Δημητριάδης

Ερμηνεία: Γιώργος Δημητριάδης & Μικροί Ήρωες

Στίχος: Γιώργος Δημητριάδης & Σταμάτης Πανταζόπουλος

Άλμπουμ: Ξύπνα! Φτάσαμε

2000

Οδηγώ στην Εθνική χαράματα. Επιστρέφουμε στην πόλη μας μετά από ολοήμερη (και ολονύχτια) εκδρομή. Δεν έχω κοιμηθεί καθόλου εδώ και 24 ώρες, αλλά έχω εκείνη τη σπάνια διαύγεια και εγρήγορση που σου σου προξενεί πολλές φορές η αϋπνία. Εσύ είσαι στη θέση του συνοδηγού, φοράς μαύρα γυαλιά, είσαι κουλουριασμένη και κοιμάσαι. Σου ρίχνω πλάγιες ματιές κάθε τόσο. Είσαι τόσο όμορφη, αλλά φαίνεσαι και τόσο εύθραυστη, που μου έρχεται να βάλω τα κλάματα. Κάποια στιγμή μισοξυπνάς και βγάζεις έναν μικρό αναστεναγμό. Σκύβω προς το μέρος σου, σου δίνω ένα φιλάκι στο μάγουλο και σου χαϊδεύω τα μαλλιά, τα οποία ξανθαίνουν από τον ήλιο που έχει αρχίσει την ανοδική του πορεία στον ουρανό της Αττικής. Γυρνάς το κεφάλι σου προς την μεριά μου και αποκοιμιέσαι εκ νέου. Ζω την υπέρτατη ευτυχία, αλλά ξέρω ότι δε θα κρατήσει πολύ και αυτό μου σκιάζει κάπως την ψυχή, αν και προσπαθώ να διώξω αυτό το συναίσθημα. Όταν τελικά φτάνουμε σπίτι σου και σε ξυπνάω, εσύ τεντώνεσαι και με παίρνεις αγκαλιά. Κόσμοι γεννιούνται και κόσμοι πεθαίνουν στον αφρό του Σύμπαντος, όσην ώρα κρατάμε ο ένας τον άλλο. Εμείς επιπλέουμε πάνω από όλον αυτόν τον χαμό, στον δικό μας κόσμο, επιβάτες σε ένα αόρατο αερόστατο, το οποίο, όμως, καίει το καύσιμο του έρωτά μας. Αποχαιρετιόμαστε τελικά, με μεγάλη απροθυμία. Σε κοιτάω να μπαίνεις στην πολυκατοικία σου και όταν έχεις χαθεί από το οπτικό μου πεδίο, κάνω να βάλω μπρος τη μηχανή. Αντικρίζω μια γκρίζα γάτα που έχει θρονιαστεί στο καπό του αυτοκινήτου και με κοιτάει με ύφος, μάλλον, αδιάφορο…

http://www.youtube.com/watch?v=7BXtXLO0mnI

146. Γυριστρούλα

Σύνθεση: Λάκης Παπαδόπουλος

Ερμηνεία: Λάκης Παπαδόπουλος

Στίχος: Λάκης Παπαδόπουλος

Άλμπουμ: Πρόβα

1986

Η εισαγωγή σε βάζει στο κλίμα και μετά, απλώς, ακολουθείς το ρυθμό και αφήνεσαι στη μελωδία… Γέμισε ο τόπος από Γυριστρούλες, ρε γαμώτο, αλλά τι να κάνουμε που είμαστε τεράστιοι, ανυπέρβλητοι μαζόχες και μας έλκουν όπως τον ηρωινομανή τα φιξάκια του. Αλλά, εδώ που τα λέμε, οι Γυριστρούλες δίνουν ένα άλλο.. χρώμα στη ζωή μας, φέρνουν ένα twist, αν προτιμάτε (για να το κάνω και το λογοπαιγνιάκι μου). Και, φυσικά, το γνωρίζουν πολύ καλά, ουδεμία αμφιβολία μην τρέφετε επί τούτου. Οπότε, από Γυριστρούλες δεν πρόκειται να έχουμε έλλειμμα ποτέ. Ταλαιπωρήστε μας άφοβα Γυριστρούλες του κόσμου τούτου, δεν έχετε να φοβάστε τίποτα, πάντοτε θα παίζετε εκ του ασφαλούς, στην έδρα σας και με διαιτησία «πιασμένη».

http://www.youtube.com/watch?v=TPFk9iYzk9Y

145. Ρόζα Ροζαλία

Σύνθεση: Λένα Πλάτωνος

Ερμηνεία: Λένα Πλάτωνος

Στίχος: Μαριανίνα Κριεζή

Άλμπουμ: Εδώ Λιλιπούπολη

1980

Υπέροχα αλλόκοσμο και αλλόκοσμα υπέροχο τραγουδάκι… Μια γενιά (ή, για να ακριβολογούμε, ένα κομμάτι μιας γενιάς) μεγάλωσε με Λιλιπούπολη και Τρίτο Πρόγραμμα, όταν ο Χατζιδακις βρισκόταν στο τιμόνι του. Αν και, γενικά, δεν συγκαταλέγομαι στους πολύ μεγάλους της φαν, οφείλω να παραδεχτώ ότι η Λιλιπούπολη στάθηκε μια όαση ποιότητας και διαφορετικότητας, την εποχή, ακριβώς, κατά την οποία η πολιτισμική κατακρήμνιση και ισοπέδωση και η επέλαση της υποκουλτούρας είχαν αρχίσει να σαρώνουν την Ελλάδα (και όλοι όσοι διαθέτουν μια στάλα νου και δυο δράμια αισθητικής, ξέρουν σε ποιο σημείο έχουμε φτάσει σήμερα στο θέμα αυτό). Επίσης, θεωρώ ότι η Λιλιπούπολη είναι ένας πολύ σημαντικός δίσκος, διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε πως υπήρξε το εφαλτήριο της αιρετικής και συναρπαστικής καριέρας της πρωθιέρειας της ελληνικής ηλεκτρονικής μουσικής, της Λένας Πλάτωνος.

http://www.youtube.com/watch?v=uptveCObx0Q

144. Γεια σου χαρά σου Βενετιά

Σύνθεση: Σταύρος Ξαρχάκος

Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης

Στίχος: Νίκος Γκάτσος

Άλμπουμ: Συλλογή

1974

Σεβασμός και υπόκλιση στον Ξυλούρη. Μόνος του παίρνει από το χεράκι το τραγούδι αυτό και το ανεβάζει στην 144η θέση της λίστας. Τέτοιοι χρωματισμοί και κυματισμοί στη φωνή, τέτοιο συναίσθημα… Νιώθεις, όντως, σαν να έχεις επιβιβαστεί σε ένα παπόρι (παπόρι ρε, τι πλοίο και καράβι και φλωριές!), μετά από πολυετή παραμονή στην ξενιτιά, για να επιστρέψεις στην πατρίδα. Νιώθεις, βρε παιδί μου, αυτή τη λαχτάρα, την γλυκιά προσμονή του homecoming. Το τραγούδι αυτό πετυχαίνει διάνα στο να κεντρίσει και να εκφράσει, με απλό και όμορφο τρόπο, το συλλογικό αρχέτυπο του νόστου, που από την εποχή της Οδύσσειας έως σήμερα είναι ένα από τα αναπόσπαστα στοιχεία της ιδιαίτερης ταυτότητας των ανθρώπων (θα έλεγα του ελληνικού DNA, αλλά έχει αποκτήσει αρνητική χροιά αυτή η έκφραση, πλέον), που έζησαν και δημιούργησαν σε αυτόν τον τόπο.

http://www.youtube.com/watch?v=7og0wA_PlUY

143. Μη χτυπάς

Σύνθεση: Λουκιανός Κηλαηδόνης

Ερμηνεία: Μανώλης Μητσιάς

Στίχος: Μάνος Ελευθερίου

Άλμπουμ: Η πόλη μας

1970

Στο καλύτερο από τα λαϊκά τραγούδια του Λουκιανού, η έκκληση του Μητσιά ακούγεται σαν φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Αν είσαι, όμως, κολλημένος με το «πρόσωπο», θα χτυπάς και θα ξαναχτυπάς και θα ξαναχτυπάς, ώσπου να μελανιάσει το χέρι σου και να το πάρεις, τελικά, απόφαση ή ώσπου να εμφανιστεί κάποιο άλλο «πρόσωπο». Σπανιότατα, πάντως, ένας χωρισμός θα γίνει κοινή συναινέσει και χωρίς ο ένας εκ των χωρισθέντων να χτυπάει μετά το τέλος της σχέσης την πόρτα του άλλου προσπαθώντας να τον ξανακερδίσει. Τα είχε πει και ο «καταραμένος» Αρθούρος Ρεμπώ (το παραφράζω λίγο): «Σε κάθε ερωτική σχέση, ανεξαιρέτως, υπάρχει ένας εξουσιαστής, που έχει εκ των πραγμάτων το πάνω χέρι στη σχέση, και ένας εξουσιαζόμενος». Φυσικά, αν και όταν επιτυγχάνεται ισορροπία, η σχέση θα λειτουργήσει, αλλά νομίζω ότι, ακόμα και τότε, ακόμα και μετά από χρόνια, η πλάστιγγα πάντα θα γέρνει, έστω κι ανεπαίσθητα, προς την μία ή την άλλη πλευρά. Λίγο ακραία η θέση μου, λέτε; Είναι ακραία όντως, όμως, ή μήπως είναι μια  (κλοπιράιτ: Αλ Γκορ) άβολη αλήθεια;

http://www.youtube.com/watch?v=BqzY4m0ZV_I

142. Ζήτα μου ό,τι θες

Σύνθεση: Χάρις Αλεξίου

Ερμηνεία: Άλκηστις Πρωτοψάλτη

Στίχος: Χάρις Αλεξίου

Άλμπουμ: Δικαίωμα

1987

Είναι κάπως παράδοξο, αλλά το να αφήνεσαι και να δίνεσαι στον άλλον άνευ όρων και άνευ προϋποθέσεων, εμπεριέχει μια σπάνια, αν και σύντομη, αίσθηση ελευθερίας. Κάποιες φορές, πάντως, είναι, απλά, εντελώς μάταιο να αντισταθείς, όλοι το γνωρίζουμε αυτό εμπειρικά. Έστω κι αν ο τοίχος είναι μπροστά μας, έστω κι τον βλέπουμε να πλησιάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και είμαστε βέβαιοι ότι η πρόσκρουση θα είναι αναπόφευκτη και οδυνηρή, εμείς δεν στρίβουμε το τιμόνι, απλά σανιδώνουμε το γκάζι. Γιατί; Μάλλον γιατί είμαστε άνθρωποι και όχι υπολογιστές ή ρομπότ.

http://www.youtube.com/watch?v=gO0_3fybQOk&feature=related

141. Ο Μάρκος υπουργός (Όσοι γινούν πρωθυπουργοί)

Σύνθεση: Μάρκος Βαμβακάρης

Ερμηνεία: Μάρκος Βαμβακάρης

Στίχος: Μάρκος Βαμβακάρης

1936

Ο Μάρκος Βαμβακάρης είναι, έτσι απλά, ο μεγαλύτερας Έλληνας ρεμπέτης τραγουδιστής όλων των εποχών. Ότι είναι ο Νουρέγιεφ για τον χορό, ο Μάρλον Μπράντο για την υποκριτική και ο Μάικλ Τζόρνταν για το μπάσκετ, είναι και ο Μάρκος για το ρεμπέτικο. Στο σαρκαστικό αυτό τραγούδι  προειδοποιεί, με το δικό του μοναδικό τρόπο, τι περιμένει όλους τους επίδοξους πρωθυπουργούς (είδατε, παρ’ όλα αυτά, κανέναν τους να πτοείται;) και εκφράζει ένα από τα αγαπημένα φετίχ του Νεοέλληνα: «Ας με έκαναν πρωθυπουργό εμένα για μια ημέρα και θα σου έλεγα εγώ πως θα άλλαζε αυτός ο τόπος!». Βέβαια, το να είσαι ισοπεδωτικός (εντάξει, εδώ ο Μάρκος το κάνει χιουμοριστικά και καθ’ υπερβολήν, δεν τον κατηγορώ) δεν είναι, συνήθως, η καλύτερη επιλογή. Χαρακτηριστικό (και συμπτωματικό;) είναι ότι την ίδια χρονιά που ηχογραφήθηκε το εν λόγω άσμα, επιβλήθηκε η δικτατορία του Μεταξά. Είμαι βέβαιος, πάντως, ότι αν ο Μάρκος είχε ανέλθει σε υπουργικό ή πρωθυπουργικό θώκο, μία (συμπτωματικά, πάλι!) από τις παλιές πολιτικές προτάσεις του σημερινού πρωθυπουργού μας (περί…αποποινικοποίησης κάποιων… ουσιών, αν δεν καταλάβατε σε τι αναφέρομαι) θα ήταν από τότε νόμος του κράτους.

http://www.youtube.com/watch?v=_XygHmTwWwk

140. Αδρεναλίνη

Σύνθεση: Παύλος Παυλίδης

Ερμηνεία: Ξύλινα Σπαθιά

Στίχος: Παύλος Παυλίδης

Άλμπουμ: Ξεσσαλονίκη

1993

Αναμνήσεις, πολλές αναμνήσεις: πρώιμης εφηβείας, πολλών και διαφόρων «ξυπνημάτων», αλλά και βασάνων, οργής κατά πάντων και, κυρίως, κατά του εαυτού σου, εποχής αθηναϊκής λειψυδρίας επί Μητσοτάκη (στους στίχους του τραγουδιού υπάρχει έμμεση αναφορά σε αυτό το γεγονός: «ώσπου να βρέξει, να δούμε ποιος θ’ αντέξει), σαλονικιώτικης μαγκιάς, σχολικών καβγάδων, συναυλιών με πολύ ξύλο, σκληρότητας, πολλών επίπλαστων και φαινομενικών αδιεξόδων και, ίσως, και λίγων πραγματικών. Έχεις αλλάξει πολύ από τότε αλλά τον κουβαλάς μέσα σου εκείνον τον εαυτό σου και τον αγαπάς τον σκασμένο, έστω κι αν κοκκινίζεις από ντροπή όταν θυμάσαι κάποια πράγματα που είχε πει και είχε κάνει. Η «Αδρεναλίνη» είναι μια από τις γέφυρες που σε συνδέουν με την εποχή εκείνη και η ύπαρξη τέτοιων γεφυρών σου είναι πολύ χρήσιμη, γιατί σε βοηθάει να ιχνογραφείς και να αναλύεις (αγαπημένο μου χόμπι) την εξέλιξη της ζωής σου στο χρόνο. ΥΓ: Για την ιστορία, φαίνεται πως εδώ έχουμε ένα κλόπιραιτ, καθώς η αρχική μελωδία του τραγουδιού εμφανίζεται σε ένα προγενέστερο της «Ξεσσαλονίκης» ντέμο των «Μωρών στη Φωτιά», που ήταν το προηγούμενο γκρουπ του Παυλίδη, πριν τα Ξύλινα Σπαθιά.

http://www.youtube.com/watch?v=G_3hcV8I9UQ

139. Η άμαξα μες στη βροχή

Σύνθεση: Απόστολος Χατζηχρήστος

Ερμηνεία: Απόστολος Χατζηχρήστος

Στίχος: Χαράλαμπος Βασιλειάδης

1946

…Δεν υπάρχει ψυχή τριγύρω. Η Λαίδη απομακρύνεται απροστάτευτη μες στην καταρρακτώδη βροχή, ενώ εγώ, κάτω από την ομπρέλα μου, ανάβω ένα τσιγάρο και, σαν υπνωτισμένος, την παρακολουθώ να χάνεται μέσα στην καταχνιά. Προτείνω στη Λαίδη να την συνοδεύσω μέχρι την έπαυλη της, αλλά εκείνη με ένα νεύμα και μια γκριμάτσα όλο αηδία (τόσο για εμένα όσο και για τον εαυτό της, νιώθω), αρνείται. Ανοίγω την ομπρέλα μου, κατεβαίνω από την άμαξα και προτείνω στη Λαίδη το χέρι μου για να την βοηθήσω να κατέβει, αλλά εκείνη με αγνοεί και με ένα σάλτο προσγειώνεται μέσα σε μια λιμνούλα και χάνει, πρόσκαιρα, την ισορροπία της, για να την ξαναβρεί γρήγορα από μόνη της και αγνοεί, για μια ακόμα φορά, την χείρα βοηθείας που της τείνω. Κοιτάζω τη Λαίδη απορημένος και έχοντάς τα χαμένα και εκείνη μου λέει κοφτά: «Εγώ θα κατέβω εδώ, εσύ δεν με απασχολεί τι θα κάνεις, αν θες συνέχισε». Η Λαίδη διατάζει τον αμαξά να σταματήσει κι εκείνος τραβάει απότομα τα γκέμια και τα άλογα, ξαφνιασμένα, σηκώνουν τα μπροστινά τους πόδια χλιμιντρίζοντας και ακινητοποιούνται. Τα χάνω και πέφτοντας γονυπετής ζητάω τη συγχώρεση της Λαίδης, αλλά εκείνη έχει κοκκινίσει από ντροπή και οργή και ούτε καν με κοιτάζει. Η Λαίδη μου ρίχνει μια απορημένη και κοφτερή ματιά, πιάνει τα χέρια μου, τα απομακρύνει από την επίμαχη περιοχή και με χαστουκίζει. Αγκαλιάζω τη Λαίδη και απλώνω τα χέρια μου για να πιάσω το στήθος της. Η Λαίδη με κοιτάει βαθιά μέσα στα μάτια και ερμηνεύω το βλέμμα της: με θέλει, το πάθος της είναι ασίγαστο για εμένα, ω ναι, είμαι βέβαιος. Γυρνάω και κοιτάζω την Λαίδη με ένα ύφος όλο υπονοούμενα και ανομολόγητες προθέσεις. Η Λαίδη πετάει κι εκείνη το τσιγάρο της έξω, μετά από λίγο. Τελειώνω το τσιγάρο μου και το πετάω έξω από το ανοιχτό παράθυρο της άμαξας. Καπνίζουμε για λίγη ώρα σιωπηλοί. Ανάβω με τον χρυσό μου αναπτήρα το τσιγάρο της Λαίδης και ύστερα ανάβω και το δικό μου. Προσφέρω στη Λαίδη ένα από τα τσιγάρα μου και εκείνη το παίρνει, και, αφού μου χαμογελάει και μου νεύει σαν να θέλει να μου πει ευχαριστώ, το βάζει στο στόμα της. Για να σπάσω τον πάγο, γυρνάω και ρωτάω τη Λαίδη αν καπνίζει και εκείνη μου αποκρίνεται καταφατικά. Καθόμαστε για αρκετή ώρα αμίλητοι και αμήχανοι, δίπλα δίπλα με τη Λαίδη, ρίχνοντας, που και που, κλεφτές ματιές ο ένας στον άλλο. Λέω στον αμαξά τη διεύθυνση της Λαίδης, εκείνος μουρμουρίζει κάτι στα άλογα, πιάνει στα χέρια του τα γκέμια και η άμαξα ξεκινάει. Ρωτάω τη Λαίδη ποια είναι ακριβώς η διεύθυνση της. Κλείνω την ομπρέλα μου, περιμένω να καθήσει πρώτα η Λαίδη, σαν σωστός τζέντλεμαν που είμαι, κι ύστερα κάθομαι κι εγώ δίπλα της. Ανεβαίνω πρώτος στην άμαξα, προτείνω στη Λαίδη το χέρι μου, έχοντας πάντα την ομπρέλα πάνω από το κεφάλι της για να μη βραχεί, και εκείνη το πιάνει από τον καρπό και ανεβαίνει. Η άμαξα σταματάει ακριβώς μπροστά μας. Σφυρίζω στον αμαξά να σταματήσει και σηκώνω, παράλληλα, και το χέρι μου για να σιγουρευτώ ότι θα με δει. Για καλή μας τύχη ακούω, κάπου από μακριά, τον καλπασμό αλόγων που πλησιάζουν και πράγματι, μετά από λίγο, μια άμαξα εμφανίζεται μέσα από την καταχνιά της βροχής και έρχεται προς το μέρος μας. Αν χαθούμε, χαθήκαμε, τι να κάνουμε. Δεν είμαι σίγουρος ότι προχωράμε προς τη σωστή κατεύθυνση για την έπαυλή της Λαίδης, αλλά δεν την ρωτάω. Καθώς περπατάμε, κοιτάζω ολόγυρα, αφουγκράζομαι τη νύχτα και έχω την εντύπωση ότι έχουμε απομείνει μόνο οι δυο μας, εγώ και η Λαίδη, σε ολόκληρο τον κόσμο. Βάζω την ομπρέλα μου από πάνω από την Λαίδη ώστε να την προστατεύσω από τη βροχή, την πιάνω αγκαζέ και αρχίζουμε να βαδίζουμε αργά. Η Λαίδη κάνει έναν μορφασμό (που θέλω να πιστεύω ότι είναι) σαν χαμόγελο, αφήνει να της φύγει ένας αναστεναγμός κούρασης και μου λέει: «Αυτή τη στιγμή το μόνο που θέλω είναι να γυρίσω σπίτι μου». Η βροχή γρήγορα μετατρέπει το μήνυμα μου σε ρυάκια μαύρου μελανιού που κυλούν από το χαρτί. Δείχνω στη Λαίδη το χαρτί όπου επάνω του έχω γράψει «Συγνώμη» στη μητρική της γλώσσα. Η Λαίδη σταματάει και με κοιτάει με ένα εντελώς κενό βλέμμα. Διανύω τρέχοντας την απόσταση ως εκεί που βρίσκεται η Λαίδη, την προσπερνάω, σταματάω μπροστά της και πιάνοντας την μαλακά από τα μπράτσα την εκλιπαρώ να σταθεί λίγο. Μετά από λίγο βλέπω τη Λαίδη. Γράφω βιαστικά κάτι στο χαρτί που έχω σκίσει από την ατζέντα μου, βάζω το στυλό στην τσέπη του γιλέκου μου και αρχίζω να τρέχω προς την κατεύθυνση που πήγε η Λαίδη. Βάζω το στυλό στο στόμα μου, ώστε να μπορέσω να σκίσω μια σελίδα από την ατζέντα μου. Με σπασμωδικές κινήσεις βγάζω την ατζέντα μου από μια τσέπη του παντελονιού μου και ένα στυλό από την τσέπη του γιλέκου μου. Πετάω το τσιγάρο που μόλις πριν λίγο έχω ανάψει κάτω και το σβήνω με τη σόλα του παπουτσιού μου. Βαθμιαία συνέρχομαι από το λήθαργο στον οποίο είχα βυθιστεί και όταν επανέρχομαι πλήρως λέω στον εαυτό μου: «Μα τι κάνω ο ανόητος; Μα που πήγαν οι τρόποι μου; Θα αφήσω τη Λαίδη να πάει ασυνόδευτη σπίτι της και χωρίς ομπρέλα, μάλιστα, μέσα σε αυτόν τον κατακλυσμό;». Δεν υπάρχει ψυχή τριγύρω. Η Λαίδη απομακρύνεται απροστάτευτη μες στην καταρρακτώδη βροχή, ενώ εγώ, κάτω από την ομπρέλα μου, ανάβω ένα τσιγάρο και, σαν υπνωτισμένος, την παρακολουθώ να χάνεται μέσα στην καταχνιά. Δεν υπάρχει ψυχή τριγύρω…

http://www.youtube.com/watch?v=p4RDpcQJ2aw

138. Τα μικρά παιδιά

Σύνθεση: Αρλέτα

Ερμηνεία: Αρλέτα

Στίχος: Αρλέτα

Άλμπουμ: Αρλέτα 2

1967

Το Νέο Κύμα, με τον ιδεαλισμό που έφερε μαζί του στο ελληνικό τραγούδι, φαντάζει τόσο ξένο και αφελές σε σχέση με την κυνική και ανέμπνευστη εποχή μας. Την δεκαετία του ’60, πάντως, υπήρξε, πραγματικά, μια ξεχωριστή και ρηξικέλευθα καινοτομική, σε ορισμένες περιπτώσεις, πρόταση στα μουσικά δρώμενα της εποχής και μέσα από αυτό αναδείχθηκαν σημαντικοί συνθέτες και τραγουδιστές, όπως, καλή ώρα, η Αρλέτα. Το τραγούδι αυτό είναι ένα τυπικό (τυπικότερο δεν γίνεται) δείγμα του είδους του Νέου Κύματος. Τώρα, εγώ, επειδή, ως γνωστόν, είμαι ανάποδος άνθρωπος, όταν πρωτάκουσα τα «Μικρά Παιδιά» πέρα από τις τετριμμένες εικόνες μικρών αγοριών με παπιγόν, τιράντες και καλά παπούτσια και μικρών ξυπόλητων κοριτσιών με λευκά φορεματάκια, που τρέχουν στα λιβάδια ανέμελα και παίζουν με χάρτινες βαρκούλες σε μια λίμνη, μου έρχονται στο μυαλό και κάποιες άλλες εικόνες. Πιο συγκεκριμένα, εικόνες από μια δυστοπία που περιγράφεται σε ένα διήγημα επιστημονικής φαντασίας, όπου όλος ο πληθυσμός της Γης άνω των 10 ετών (ή κάτι τέτοιο) έχει εξολοθρευθεί και μόνο ένας ενήλικος έχει γλιτώσει. Γρήγορα, αποδεικνύεται αδύνατη η επιβίωση του ενήλικου σε έναν τέτοιο κόσμο, ο οποίος έχει κατρακυλήσει στο απόλυτο χάος και το τέλος του είναι τραγικό στα χέρια των μικρών αγριμιών. Αλλά, είπαμε, ως ανάποδος άνθρωπος θα κάνω και ανάποδες σκέψεις, επόμενο είναι…

http://www.youtube.com/watch?v=Y4x6qeQFlM4

137. Μισιρλού

Σύνθεση: Μιχάλης Πατρινός / Νικ Ρουμπάνης

Ερμηνεία: Τέτος Δημητριάδης

Στίχος: Μιχάλης Πατρινός

1941

Παιδεύτηκα μέχρι να αποφασίσω ποια είναι η καλύτερη εκτέλεση της «Μισιρλούς», αλλά νομίζω ότι θα προκρίνω αυτήν τελικά. Το τραγούδι που έγινε γνωστό στα πέρατα της οικουμένης ελέω Pulp Fiction και Quentin Tarrantino (αν και η συγκεκριμένη διασκευή του κομματιού στην εισαγωγή της ταινίας, που είναι του Dick Dale, είναι πολύ παλαιότερη της γνωστής ταινίας, μια που κρατάει από το 1962), στην αυθεντική του μορφή είναι ένας αισθησιακός και υπνωτιστικός ανατολίτικος αμανές, από τους πολύ λίγους. Θεωρώ ότι οι ιδανικές συνθήκες για την ακρόαση και απόλαυση της «Μισιρλούς» θα ήταν σε ένα καταγώγι κάποιας πόλης της Μέσης Ανατολής, μετά την κατανάλωση σεβαστών ποσοτήτων ναργιλέ ή άλλων ουσιών (απλά, να μην το παρακάνουμε κιόλας, ε, παιδιά;) και με τη συνοδεία μιας χορεύτριας ανατολίτικων χορών, η οποία θα λικνίζετο υπό τους ήχους του άσματος με πολύ αργό, υποβλητικό και απερίγραπτα αισθησιακό τρόπο, σαν την κόμπρα που υπακούει στο παίξιμο της φλογέρας του φακίρη. Σας έφτιαξα; (Τώρα που το σκέφτομαι, κάτι παρόμοια «ανατολίτικα» είχα πει και πιο πάνω, σε ένα προηγούμενο τραγούδι. Εντάξει, ίσως επαναλαμβάνομαι λίγο, αλλά τι να κάνουμε, βρε παιδιά; Είναι κάποια στερεότυπα που τα γουστάρω!).

http://www.youtube.com/watch?v=LW6qGy3RtwY

136. Το ’69 με κάποιον φίλο

Σύνθεση: Παύλος Σιδηρόπουλος

Ερμηνεία: Παύλος Σιδηρόπουλος & Σπυριδούλα

Στίχος: Παύλος Σιδηρόπουλος

Άλμπουμ: Φλου

1978

Εδώ, μάλλον, κολλάει το «όπου φτωχός και η μοίρα του». Ένα από τα πιο περίεργα κομμάτια του Σιδηρόπουλου, το οποίο μου είχε κάνει γκελ από την πρώτη φορά που το άκουσα, βρίσκει τη θέση του στη λίστα μου κυρίως για τον λόγο του ότι με κάνει να ταυτιστώ, με έναν μυστήριο τρόπο που δεν μπορώ να εξηγήσω εύκολα (όχι κύριε Εισαγγελέα, μην ταράζεστε, δεν έχω αποπλανήσει ποτέ καμία ανήλικη στη ζωή μου, για όνομα του Θεού!), με τον φίλο του Παύλου, τον Λευτεράκη…

http://www.youtube.com/watch?v=7FtZjWewEpo

135. Ταξίδι

Σύνθεση: Νίκος Πορτοκάλογλου

Ερμηνεία: Φατμέ

Στίχος: Νίκος Πορτοκάλογλου

Άλμπουμ: Ταξίδι

1988

Το «Ταξίδι» είναι ένα από τα πλέον αισιόδοξα ελληνικά τραγούδια, που έχω υπόψη μου. Ίσως αυτό συμβαίνει επειδή στο συγκεκριμένο τραγούδι ο Πορτοκάλογλου αποτυπώνει το zeitgeist της εποχής, κατά την οποία κυκλοφόρησε ο ομώνυμος δίσκος, το οποίο μπορεί να συνοψιστεί στην εξής φράση: «Από εδώ και πέρα, μόνο καλύτερες ημέρες θα έρθουν για την Ελλάδα και τους Έλληνες». Ακούγεται σαν τσιτάτο από προεκλογική ομιλία πολιτικού αρχηγού και, όντως, υπάρχει σύνδεση, υπό την έννοια ότι όπως και οι προεκλογικές υποσχέσεις και διακηρύξεις είναι έπεα πτερόεντα, εάν όχι και ξεδιάντροπα παραμυθιάσματα, έτσι και οι προσδοκίες της εποχής εκείνης, όπως εκφράζονται από το «Ταξίδι», υπό το φως των σημερινών συνθηκών και αυτών που φαίνεται να έρχονται στο εγγύς μέλλον, δείχνουν μάλλον να διαψεύδονται οικτρά. Ένα είναι το σίγουρο: από εδώ και πέρα, ταξίδι θα υπάρξει για όλους μας, είτε το θέλουμε είτε όχι. Τώρα, το πως θα περάσουμε κατά την διάρκειά του, πόση θα είναι αυτή και ποιος θα είναι ο τελικός προορισμός για τον καθένα μας, σηκώνει συζήτηση…

http://www.youtube.com/watch?v=IsfcsRy3jGU&feature=related

134. Αθήνα ‘78

Σύνθεση: Λουκιανός Κηλαηδόνης

Ερμηνεία: Λουκιανός Κηλαηδόνης

Στίχος: Λουκιανός Κηλαηδόνης

Άλμπουμ: Είμαι ένας φτωχός και μόνος κάουμποϋ

1978

Μόνο ένας άνθρωπος που αγαπάει πραγματικά την Αθήνα θα μπορούσε να γράψει ένα τέτοιο τραγούδι. Το ξέρω, γιατί ανήκω κι εγώ στην μειοψηφία των κατοίκων της πόλης αυτής, η οποία την αγαπά, σχεδόν απροϋπόθετα, και δεν συμβάλλει διαρκώς, με τα λόγια της και τα έργα της, στην υποβάθμιση της. Ο Λουκιανός, εδώ, βρίσκει τον εαυτό του να βαδίζει στους δρόμους μιας πόλης που έχει αλλάξει πάρα πολύ και συνεχίζει να αλλάζει. Είναι πλέον πιο απρόσωπη και πιο εχθρική απέναντί του. Ωστόσο, κι ενώ από τις πρώτες στροφές του τραγουδιού φαίνεται πως αυτή η κατάσταση τον αποξενώνει διαρκώς από την αγαπημένη γενέτειρά του, προσέξτε το συμπέρασμά του στο τέλος. Είναι σαν να μας λέει: «Όλοι αλλάζουμε, κι εγώ κι εσύ και η αγαπημένη μας πόλη μαζί. Μάλλον, όμως, δεν έχουμε άλλη επιλογή, παρά να αγκαλιάσουμε αυτήν την αναπόφευκτη αλλαγή, γιατί ο κόσμος πάντα έτσι θα λειτουργεί» (Ουάου! Έκανα και ρίμα!).

http://www.youtube.com/watch?v=0V7bXnZFsA4

133. Της αγάπης αίματα

Σύνθεση: Μίκης Θεοδωράκης

Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Στίχος: Οδυσσέας Ελύτης

Άλμπουμ: Το Άξιον Εστί

1964

Πάντοτε μου άρεσαν περισσότερο τα λιγότερα γνωστά και πομπώδη κομμάτια του Θεοδωράκη, όπως το εν λόγω. Ίσως γιατί το υπερμέγεθες εγώ του αναδεικνύεται λιγότερο εκκωφαντικό μέσα από αυτά. Στην περίπτωση αυτή, η εξαιρετική μελοποίηση του ποιήματος του Ελύτη, συνδυασμένη με την… ψυχωμένη και γεμάτη ερμηνεία από τον Σερ Μπιθικώτση, φέρνει το «Της αγάπης αίματα», δικαίως (φυσικά, αφού εγώ είμαι ο δικαστής!), στη  θέση 133.

 

http://www.youtube.com/watch?v=hv8pj10MGi0

132. Αμνησία

Σύνθεση: Γιώργος Καρράς

Ερμηνεία: Τρύπες

Στίχος: Γιάννης Αγγελάκας

Άλμπουμ: Τρύπες

1985

Η «Αμνησία» είναι ένα ανατριχιαστικά προφητικό τραγούδι από μια εποχή όταν, στην Ελλάδα τουλάχιστον, η τηλεόραση, και τα Μ.Μ.Ε., γενικότερα, δεν είχαν αρχίσει να γιγαντώνονται, να αποκτούν το αποχαυνωτικό και αποκτηνωτικό προφίλ και ρόλο τους, που αποτελεί κοινό τόπο, πλέον, στις μέρες μας, και να αποσκοπούν, σχεδόν αποκλειστικά, στη χειραγώγηση συνειδήσεων και την πλύση εγκεφάλου όσον το δυνατόν μεγαλύτερων κομματιών του ευρύτερου πληθυσμού. Η «Αμνησία», διαπνεόμενη από μια αίσθηση του επείγοντος και από μια βαθύτερη απελπισία, περιγράφει με αξιοθαύμαστη διορατικότητα τον «Καινούριο Γενναίο Κόσμο» (που είσαι Άλντους Χάξλεϋ…) που μας τον ετοιμάζουν, τον τελειοποιούν και μας έρχεται (ή μήπως είναι ήδη εδώ;) και τον «Καινούριο Γενναίο Άνθρωπο» που προορίζεται να κατοικήσει αυτόν τον κόσμο (ή μήπως ήδη τον κατοικεί;). Εάν όντως έχουν έτσι τα πράγματα, το κρίσιμο ερώτημα είναι, βέβαια, αν υπάρχουν ελπίδες και περιθώρια σωτηρίας για την ανθρωπότητα. Χμμμ…. Τι να σας πω… Τα πράγματα δεν είναι καθόλου εύκολα και όσο περνάει ο καιρός γίνονται όλο και πιο δύσκολα, αλλά πιστεύω, ότι όσοι έχουν προλάβει, ή θα προλάβουν σύντομα, να εμβολιαστούν με τα εμβόλια της μνήμης και της κριτικής, αδέσμευτης και αδογμάτιστης σκέψης, προτού περάσουν τα σύνορα της «χώρας της απόγνωσης», έχουν τη δυνατότητα να σωθούν και να επιβιώσουν (ως ανθρώπινες οντότητες, εννοείται, και όχι ως ομογενή κομμάτια πολτοποιημένης άμορφης μάζας), έστω και ως μειονότητα, στον «Καινούριο Γενναίο Κόσμο»…

http://www.youtube.com/watch?v=0ljMSEpUGzg

131. Μάγισσα μανούλα

Σύνθεση: Τζίμης Πανούσης

Ερμηνεία: Τζίμης Πανούσης και Μουσικές Ταξιαρχίες

Στίχος: Τζίμης Πανούσης

Άλμπουμ: Hard Core

1985

Όλο το έργο του Πανούση (τόσο το μουσικό όσο και το μη μουσικό) χαρακτηρίζεται από μια ειρωνεία, είτε αδιόρατη και λεπτή είτε, πιο συχνά, «στα μούτρα σου» (στα αρβανίτικα το λέμε: «in your face»). Δεν θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς, είναι αναπόσπαστο στοιχείο του καλλιτεχνικού του, τουλάχιστον, DNA. Το τραγουδάκι αυτό δεν αποτελεί εξαίρεση στον Πανούσειο κανόνα: η ειρωνεία και το γκροτέσκο ξεχειλίζουν από τους στίχους του. Είναι, όμως, και έντονα φορτισμένο συγκινησιακά. Απόλυτα φυσιολογικό είναι αυτό, βέβαια, καθώς στο επίκεντρό του βρίσκεται το πλέον ιερό πρόσωπο για έναν άνθρωπο: η μάνα. Που την αγαπάμε απροϋπόθετα και απεριόριστα και, ασφαλώς, εκείνη μας ανταποδίδει την αγάπη αυτή στο πολλαπλάσιο. Που μας καταπιέζει με τον υπερπροστατευτισμό της και τις διαρκείς ανησυχίες της και μας κάνει να ασφυκτιούμε και, κάθε τόσο, να την σιχτιρίζουμε. Που μας έφερε σε αυτό το τρελοκομείο που λέγεται ζωή και δεν ξέρουμε αν πρέπει να την ευγνωμονούμε ή να την καταριόμαστε γι’ αυτό που μας.. έκανε. Που, προπάντων, θα είναι πάντα εκεί για εμάς, ό, τι κι αν συμβεί. Όμως, όσο ήρεμα, γλυκά και ανέφελα και αν είναι τα πράγματα στην αγκαλιά της όποιας μαμάς, φυσικής η συμβολικής (Μάνα Γη), ο άνθρωπος εξελίσσεται με το άνοιγμα των φτερούγων του και το πέταγμα μακριά από την μητρική εστία. Ευτυχώς ή δυστυχώς, έτσι λειτουργούν τα πράγματα σε αυτόν τον κόσμο και αυτό είναι κάτι που όλες οι μαμάδες, αλλά και τα περισσότερα παιδιά, δεν πρόκειται να το χωνέψουν ποτέ.

http://www.youtube.com/watch?v=4h6cV6kUtqo

130. Το τελευταίο ταξίδι

Σύνθεση: Νίκος Ξυδάκης

Ερμηνεία: Ελευθερία Αρβανιτάκη

Στίχος: Κώστας Καρυωτάκης

Άλμπουμ: Γρήγορα η ώρα πέρασε

2006

Νομίζω ότι αν ο Καρυωτάκης άκουγε τη μουσική με την οποία ο Ξυδάκης έντυσε το ποίημα του θα αναφωνούσε: «Α… Μάλιστα! Εδώ είμαστε!». Δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά η μελοποίηση ποιημάτων και, ειδικά, σε περιπτώσεις γνωστών ποιητών, όπως ο Καρυωτάκης, όπου υπάρχουν και υψηλές απαιτήσεις αλλά, ίσως, και προδιαμορφωμένες απόψεις και προσδοκίες. Έχοντας ως δεδομένο τα παραπάνω, το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό. Ακούγοντας το τραγούδι, αισθάνεσαι αυτή τη γλυκιά μελαγχολία, σήμα κατατεθέν, μαζί με την λεπτή ειρωνεία, της ποίησης του Καρυωτάκη. Και, βέβαια, αν κλείσεις τα μάτια, ταξιδεύεις πάνω στο «αλαργινό καράβι του απείρου και της νυκτός» μαζί με, Κύριος οίδε, ποιους συνεπιβάτες…

http://www.youtube.com/watch?v=FOyV71B9Hng

129. Ό,τι κι αν πω δε σε ξεχνώ

Σύνθεση: Βασίλης Τσιτσάνης

Ερμηνεία: Βασίλης Τσιτσάνης & Στελλάκης Περπινιάδης

Στίχος: Βασίλης Τσιτσάνης

Άλμπουμ:

1940

«… Όλη νύχτα, αυτό σου λέω μόνο, ό λ η τη νύχτα ήταν κάτω από το σπίτι μου, μεθυσμένος τύφλα, έπαιζε με το μπουζούκι του και μου τραγούδαγε, και με παρακαλούσε να ανέβει πάνω. Δοκίμασα τα πάντα: Πρώτα του άδειασα δυο κουβάδες νερό, παγωμένο εννοείται, στην κεφάλα του. Κανένα αποτέλεσμα, ίσα ίσα χειροτέρεψε το πράγμα: εκστασιάστηκε κι άρχισε να τραγουδάει πιο δυνατά. Ύστερα αμόλησα τον σκύλο να τον φοβερίσει να φύγει, αλλά ούτε κι αυτό τον πτόησε. Κατάφερε να γίνει φίλος μαζί του (που όλοι ξέρουν από τι άγρια ράτσα είναι ο σκύλος μου κι όλη η γειτονιά τον φοβάται) και, μάλιστα, τον.. πότισε και αλκοόλ και κατόρθωσε να τον μεθύσει. Ολόκληρη την επόμενη μέρα τρίκλιζε, σκόνταφτε παντού και αλυχτούσε, μου είχε σπάσει τα νεύρα, έκανε σαν… εκείνον. Μετά αποφάσισα να πάρω την αστυνομία τηλέφωνο να έρθει να τον μπαγλαρώσει, αλλά είχαν μπλεχτεί οι γραμμές και όταν καλούσα το 100, έβγαινε η κυρία Σιδηροκαστρίτου από απέναντι. Παρεμπιπτόντως, απόρησα πως δεν έχει διαμαρτυρηθεί ακόμα γι’ αυτό που συμβαίνει και εκείνη, αν έχεις το Θεό σου, μου απάντησε, «μα τι λες κορίτσι μου, το παλικάρι είναι καλλίφωνος και μουσικός βιρτουόζος, από πέτρα είναι η καρδιά σου, άνοιξε του να μπει», και κάτι τέτοια. Τα έχασα, δεν ήξερα τι να πω… Ε, στο τέλος είπα, νισάφι πια, και του άνοιξα. Ε, ναι, τι να έκανα, είχα απηυδίσει η γυναίκα! Τι; Ναι, ναι κάναμε από αυτό. Πώς; Ναι, κάναμε κι από αυτό το άλλο. Ναι, ναι, μην φωνάζεις, το ξέρω, δεν θα γλιτώσω ποτέ, τα θέλει κι ο ποπός μου. Αλλά, τι να κάνω; Τον αγαπάω τον ηλίθιο…!».

http://www.youtube.com/watch?v=dl1AaWIj1cY

128. Εγώ θα σ’ αγαπώ και μη σε νοιάζει

Σύνθεση: Γιώργος Μουζάκης

Ερμηνεία: Τώνης Μαρούδας

Στίχος: Κώστας Κοφινιώτης

1948

Όλη την εβδομάδα τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Της είχε βγει ο κώλος στη δουλειά εξαιτίας μιας μαλακίας που είχε γίνει, για την οποία δεν φτάνει που δεν ευθυνόταν εκείνη, είχε ακούσει και τα σχολιανά της, από πάνω, από το αφεντικό. Της είχε αρρωστήσει ο γάτος της, ο Πάκο, και είχε ξεράσει σε όλο το σπίτι αλλά και στο αμάξι, όταν τον πήγαινε στον κτηνίατρο, και εξαιτίας αυτού του τελευταίου ατυχούς συμβάντος είχε τρακάρει κιόλας, με δική της υπαιτιότητα, και, μην έχοντας, πλέον, μικτή ασφάλιση (την είχε απαρνηθεί λίγες μέρες πριν, όταν είχε υπογράψει το νέο της ασφαλιστήριο συμβόλαιο), έπρεπε να επιβαρυνθεί οικονομικά για το σύνολο της ζημιάς. Τι άλλο; Α, ναι! Της είχε καεί και ο σκληρός στο λάπτοπ. Και το καινούριο χρωμοσαμπουάν που χρησιμοποίησε της είχε δώσει μια σπάνια, φουτουριστική, πορτοκαλο-κομοδινί απόχρωση στο μαλλί, που ίσως να γινόταν αντικείμενο θαυμασμού τον 24Ο αιώνα σε κάποια ανθρώπινη αποικία κάποιου εξωηλιακό πλανήτη, αλλά στην εποχή μας το μόνο που μπορούσε να γίνει ήταν αντικείμενο γελοιοποίησης και χλευασμού. Και είχε ζυγιστεί και είχε πάρει 1,5 κιλό. Και εκείνος ο καλός της έλειπε ταξίδι στη Νέα Υόρκη και την είχε αφήσει μόνη να καταριέται την μοίρα της (μαζί και εκείνον. Μήπως έπρεπε να τον χωρίσει; 5 χρόνια ήταν πολλά και ένιωθε ότι η σχέση τους είχε βαλτώσει. Άσε που δεν αποκλείεται να της φόραγε κέρατα. Όλο ταξίδια στο εξωτερικό «με τη δουλειά», δήθεν, έλειπε!). Και σήμερα, σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, ήταν τα γενέθλιά της. Έκλεινε τα 33 (33!). Ούτε ο αχαΐρευτος ο καλός της ούτε και κανένας από τους φίλους τους και τις φίλες της είχαν πάρει να της ευχηθούν μέχρι στιγμής και, ήδη, ήταν αργά το απόγευμα. Τί στο διάολο, όλοι την είχαν ξεχάσει; Σιχτιρίζοντας τους πάντες και τα πάντα, αποχώρησε από το γραφείο, αφού έφαγε ένα, πατροπαράδοτο, ξεγυρισμένο χέσιμο από το αφεντικό της, και μετά από καμιά ώρα κόλλημα στην τρελή απογευματινή κίνηση της Κηφισίας, έφτασε σπίτι της. Είχε ήδη νυχτώσει. Ξεκλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματός της, σκόνταψε σε μια κούτα με κάτι παλιατζούρες που τις είχε μαζέψει για να τις πετάξει με την πρώτη ευκαιρία και τις είχε παρατήσει δίπλα στην πόρτα, και σωριάστηκε φαρδιά πλατιά στο πάτωμα. Βρίζοντας ανεξέλεγκτα, κατόρθωσε να σταθεί στα πόδια της. Εκείνη τη στιγμή κάποιος άναψε το φως. «Κλέφτης; Γιατί όχι; Είναι το μόνο που δεν μου έχει συμβεί αυτήν την εβδομάδα!», ήταν η πρώτη της σκέψη. Πριν προλάβει να αντιδράσει, πίσω από τον καναπέ πετάχτηκε η κολλητή της η Ειρήνη. «Χρόνια τώρα κάνουμε παρέα», της τραγούδησε. Πριν προλάβει να απορήσει καν, μέσα από την κουζίνα ξεπρόβαλε ο Παύλος: «Και είμαστε ζευγάρι ταιριαστό», της τραγούδησε με τη σειρά του. Λες κι είχε δώσει ένα σύνθημα, πίσω από τις κουρτίνες βγήκαν η Μπέλλα και η Νάταλι, οι δίδυμες (ομοζυγωτικές) ξαδέλφες της, και, σαν την χορωδία Φαρσάλων, της τραγούδησαν: «Και στο πείσμα όλου του κόσμου που κακό έχει σκοπό». Σε τέλειο συγχρονισμό, ο Μήτσος ο περιπτεράς από απέναντι, βγήκε έρποντας κάτω από την τραπεζαρία και ολοκλήρωσε το κουπλέ: «Δεν θα πάψω ούτε στιγμή να σ’ αγαπώ». Κι εκείνη τη στιγμή ακριβώς, κι ενώ, φυσικά, εκείνη είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα και η τσάντα της είχε πέσει από τα χέρια, όλοι οι καλοί φίλοι και φίλες της ξεπρόβαλαν μπουλουκηδόν από την κρεβατοκάμαρα και, σε άψογο συγχρονισμό, πέρασαν στο ρεφραίν: «Εγώ θα σ’ αγαπώ και μη σε νοιάζει, και θα σου χτίσω μια ζεστή φωλιά, κι όταν το σούρουπο μας αγκαλιάζει…». Επακολούθησε απότομη παύση, καθώς το ρεφραίν είχε μείνει μετέωρο. Μέσα από το πλήθος των φίλων, τότε, ξεπρόβαλε ο καλός της, κρατώντας ένα μικρό κουτάκι στο χέρι του, και τραγούδησε, κλείνοντας με κορώνα, για να ολοκληρωθεί το ρεφραίν: «Θα ζευγαρώνουμε σαν δυο πουλιάαααα!». Έφτασε μπροστά της και έσκυψε, ανοίγοντας, παράλληλα, το μπλε κουτάκι με την βελούδινη επένδυση, που επάνω έγραφε Tiffany’s, όπως παρατήρησε με μια, όχι πολύ ελαφριά, ταραχή. Μέσα υπήρχε ένα δαχτυλίδι, χιλιάδων καρατίων προφανώς, το οποίο άστραφτε κι έλαμπε. «Καλή μου, θα με παντρευτείς;», τη ρώτησε. Εκείνη, αφού σιχτίρισε από μέσα τον εαυτό της επειδή το πρώτο  πράγμα που της ήρθε στο μυαλό ήταν ότι τα μαλλιά του καλού της είχαν αρχίσει να αραιώνουν επικίνδυνα, άφησε να της φύγουν δυο δάκρυα και είπε το μεγάλο Ναι!

http://www.youtube.com/watch?v=sCSHmHi_uFk

127. Τραγούδι είναι που φεύγει

Σύνθεση: Κώστας Μπίσκας

Ερμηνεία: Δημήτρης Ζερβουδάκης

Στίχος: Μ. Πατραμάνης

Άλμπουμ: Από Μάρτη καλοκαίρι

1992

«…Έλα να σμίξουμε πάλι, αγαπημένη μου οπτασία, πριν το φως του Αποσπερίτη σε μετατρέψει σε σκιά…!», της είπε, σε ένα επιτηδευμένα γλυκανάλατο και ψευτο-ποιητικό ξέσπασμα. Εκείνη γέλασε, πέταξε το σεντόνι πάνω στο πρόσωπό του και σκαρφάλωσε απάνω του. Τελείωσαν μαζί, και αφού έμεινε επάνω του για κάποια ώρα ακόμα κρατώντας τον αγκαλιά, κύλησε, τελικά, ξέπνοα στο πλάι του. Ήταν η τελευταία ημέρα των  κοινών διακοπών τους και από νωρίς, σχετικά, το απόγευμα που είχαν γυρίσει από την παραλία, δεν έκαναν άλλη δουλειά. Ήταν ήδη…  αργάμισι (βρίσκονταν μακριά από τα ρολόγια τους, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά, για να νοιαστούν) και, από ότι διαφαινόταν, θα το πήγαιναν σερί ως το πρωί, οπότε και το πλοίο τους αναχωρούσε για την… πόρνη Βαβυλώνα (λέγε με κι Αθήνα). Καθώς ήταν μέσα της, ένιωθε μια απίστευτη ηδονή, αλλά κι έναν πόνο στο στήθος που ολοένα δυνάμωνε. Δεν μπορούσε, βλέπετε, να την πάρει αγκαλιά να πηδήξουν παρέα από το τρένο που κυλούσε, αμείλικτα, πάνω στις ράγες του χρόνου και να ζήσουν την ερωτική τους σύζευξη στην επικράτεια του άχρονου και του αιωνίου. Δεν μπορούσε να το κάνει αυτό, οπότε παρακολουθούσε ανήμπορος τις στιγμές να του  γλιστρούν από τα χέρια και να χάνονται ανεπιστρεπτί. Αύριο θα επέστρεφαν στην πόλη και αμφέβαλε αν θα μπορούσε να την ξαναδεί, με αυτόν τον τρόπο και σε αυτό το πλαίσιο. Αν συνέχιζαν να συναντώνται έτσι, κρυφά, και τους ανακάλυπταν, η καθολική κατακραυγή θα έπεφτε πάνω τους και θα τους πλάκωνε. «Σταμάτα να σκέφτεσαι όλα αυτά», διέταξε τον εαυτό του. Γύρισε προς το πλευρό της και άφησε τα δάχτυλα του να διαγράψουν περίτεχνα νοητά σχέδια πάνω στο γυμνό κορμί της. Εκείνη του χαμογέλασε και μέσα στο χαμόγελο της μπόρεσε να διακρίνει μια σκιά πόνου και απελπισίας. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι έσφιξε επάνω του, για άλλη μια φορά, το κορμί της ετεροθαλούς του αδελφής…

http://www.youtube.com/watch?v=VAbIdB2GF9Y

126. Μαρία

Σύνθεση: Υπόγεια Ρεύματα

Ερμηνεία: Υπόγεια Ρεύματα

Στίχος: Υπόγεια Ρεύματα

Άλμπουμ: Εικόνες στα σύννεφα

1999

«Εσύ Ελένη και κάθε Ελένη», λέει ένα άλλο, πιο δημοφιλές, τραγούδι, αλλά τι γίνεται με τις Μαρίες αυτού του κόσμου; Ποιός ασχολείται στα αλήθεια μαζί τους; Ποιός ξέρει, στ’ αλήθεια, τι γίνεται μέσα στο κεφάλι τους και μέσα στην καρδιά τους; Ποιό νόημα έχει το πέρασμά τους από αυτήν την ζωή; Τα Υπόγεια Ρεύματα, στο καλύτερό τους τραγούδι, κατά την ταπεινή μου άποψη, ασχολούνται με την ιστορία μιας Μαρίας και επιχειρούν να δώσουν μια απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα. Αν μπορώ να πω κάτι ακόμα (που δικό μου είναι το κείμενο κι ό, τι θέλω μπορώ να πω, δηλαδή), καλό είναι να μην ξεχνάμε ότι α) υπάρχουν πολλά άλυτα μυστήρια σε αυτό το Σύμπαν και β) στην ανθρωπιά δεν πρέπει να έχουν θέση «μα, μου» και τσιγγουνιές.

http://www.youtube.com/watch?v=SEigfoQ7oeM

125. Για ένα τανγκό

Σύνθεση: Χάρις Αλεξίου

Ερμηνεία: Χάρις Αλεξίου

Στίχος: Χάρις Αλεξίου

Άλμπουμ: Ένα φιλί του κόσμου

1997

Τα λεφτά μου, το βασίλειο μου (ως άλλος Ριχάρδος Γ΄) και την ψυχή μου ολόκληρη (ως άλλος Φάουστ) δίνω για βραδιές που γεννούν συναισθήματα και καταστάσεις, όπως αυτά που περιγράφονται στο, εν προκειμένω, τραγούδι της Χαρούλας Αλεξίου. Τόσος πολύς έρωτας και τόση πολλή ευτυχία που να σε κάνουν να τσιμπιέσαι για να σιγουρευτείς ότι δεν ονειρεύεσαι. Τόσος πολύς έρωτας και τόση πολλή ευτυχία που να μην τα αντέχει η καρδιά…

http://www.youtube.com/watch?v=2yHgImYkFoU

124. Ταραντέλα

Σύνθεση: Διονύσης Τσακνής

Ερμηνεία: Τάνια Τσανακλίδου-Κώστας Θωμαΐδης

Στίχος: Διονύσης Τσακνής

Άλμπουμ: Φώτα παρακαλώ

1990

Η γιορτή ήταν, όπως κάθε χρονιά, το σημείο αναφοράς για την πόλη. Έπεισα τον εαυτό μου να κατέβει μια βόλτα στο κέντρο, σε μια προσπάθεια να απεκδυθώ τον μαύρο μανδύα της κατάθλιψης που με τύλιγε και που τον ένιωθα να κολλάει πάνω μου, όπως ο χιτώνας του Νέσσου κόλλαγε πάνω στις σάρκες του Ηρακλή. Φώτα, μουσικές, φωνές πλανόδιων, φωνές παιδιών, νέων και μεγάλων, φαγητό, ποτό, χορός, αυτοσχέδια γλέντια στημένα παντού, βομβάρδιζαν τις, εδώ και πολλές ημέρες, αδρανείς και υπολειτουργούσες αισθήσεις μου. Αυτό φυσικά δεν με βοήθησε, αντιθέτως ένα αίσθημα πανικού και απόγνωσης, αναμεμειγμένο με αγοραφοβία, με κατέλαβε και, ως εκ τούτου, έσπευσα να απομακρυνθώ από την πολλή φασαρία και κατευθύνθηκα με γοργό βήμα και ανοίγοντας τον δρόμο μου, συχνά βίαια και άτσαλα, προς το λιμάνι, όπου ήξερα ότι τα πράγματα θα ήταν πιο ήρεμα. Περπάτησα ως το ακρότατο του λιμενοβραχίονα, όπου, όπως το περίμενα, δεν υπήρχε ψυχή, και κάθησα σε ένα παγκάκι. Ο απόηχος της γιορτής έφτανε ως τα αυτιά μου. Από απόσταση μου φαινόταν λιγότερο ανυπόφορη. Έβγαλα το χιλιοτσαλακωμένο γράμμα και άρχισα να το διαβάζω, για απειροστή φορά, στο φως μιας λάμπας του Δήμου που τρεμόπαιζε. Το κρατούσα πολύ χαλαρά και μια ξαφνική ριπή αέρα το άρπαξε από τα χέρια μου. Δεν έκανα καμία προσπάθεια να το κυνηγήσω, αντίθετα το παρακολούθησα απαθώς να καταλήγει στα νερά του λιμανιού. Ξαφνικά, ένα κύμα απίστευτης κούρασης με χτύπησε κατακέφαλα. Έγειρα προς τα πίσω, έκλεισα τα μάτια μου και αποκοιμήθηκα… Ξύπνησα χαράματα, την ώρα που ο ήλιος ετοιμαζόταν να ανατείλει. Η οχλοβοή είχε κοπάσει. Είχα πιαστεί ολόκληρος από την ολονύχτια παραμονή, σε εντελώς άβολη στάση, στο παγκάκι. Ανάγκασα τον εαυτό μου να σηκωθεί, για να πάρω τον δρόμο της επιστροφής. Καθώς σηκώθηκα, όμως, κάτι γλίστρησε και έπεσε κάτω από το παγκάκι. Έσκυψα και το πήρα στα χέρια μου. Ήταν ένα ξύλινο κουτί-μινιατούρα, που στο καπάκι του είχε ζωγραφισμένο ένα κίτρινο λουλούδι με άλικα, στο χρώμα του αίματος, πέταλα. Άνοιξα το καπάκι. Ένα μαύρο σιδερένιο σκαθάρι με έναν μαύρο σιδερένιο άξονα να το τρυπά στην κοιλιά του ήταν στο εσωτερικό. Με το που το άνοιξα, το σκαθάρι άρχισε να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του και, παράλληλα, η μελωδία της «Ταραντέλας» άρχισε να ακούγεται. Το όλο σκηνικό μου φάνηκε ονειρικό. Χαμογέλασα. Ήταν η πρώτη φορά, μετά από εβδομάδες, που θυμόμουν τον εαυτό μου να κάνει κάτι τέτοιο: να χαμογελάει. Έκλεισα το μουσικό κουτάκι, το έχωσα στην τσέπη του τζιν μου (χωρούσε άνετα, τόσο μικρό ήταν) και βάδισα προς την πόλη. Πήρα έναν καφέ και ένα κουλούρι από ένα φούρνο. Καθώς περίμενα σε ένα φανάρι, ένα σχολικό λεωφορείο που μετέφερε παιδάκια σε κάποιον παιδικό σταθμό, προφανώς, πέρασε από μπροστά μου. Ένα μικρό κοριτσάκι με κοτσιδάκια είχε κολλημένο το μουτράκι του στο τζάμι και με κοιτούσε. Με χαιρέτησε και του ανταπέδωσα τον χαιρετισμό. Το φανάρι άναψε πράσινο. Διέσχισα τη διάβαση, αλλά στο μέσο της κοκκάλωσα. Είχα πέσει σε στιγμιαία, ξαφνική, αφασία. Δύο λεπτά και πάμπολλα κορναρίσματα μετά, συνήλθα. Πολύ αργά έκανα μεταβολή και γύρισα πίσω. Κατευθύνθηκα προς τον κεντρικό σταθμό των λεωφορείων. Επιβιβάστηκα στο λεωφορείο προς το αεροδρόμιο. Ήταν άδειο. Κάθησα στη γαλαρία. Το λεωφορείο έβαλε μπρος και εγώ έκλεισα τα μάτια μου. Είδα ένα όνειρο: Ήμουν σε μια παραλία σε κάποιο τροπικό νησί, ξαπλωμένος σε μια σαιζ-λονγκ, στη σκιά ενός κοκοφοίνικα, και έπινα ένα κοκτέιλ που είχε κίτρινο και άλικο χρώμα. Όταν άνοιξα και πάλι τα μάτια μου, βρισκόμουν εκεί…

http://www.youtube.com/watch?v=0SAsnBZqCig

123. Λύχνος του Αλλαδίνου 

Σύνθεση: Θάνος Μικρούτσικος

Ερμηνεία: Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας

Στίχος: Νίκος Καββαδίας

Άλμπουμ: Γραμμές των οριζόντων

1992

Ο γύρος του κόσμου σε 6 στροφές, μέσα από τα μάτια (της ψυχής) του αρχετυπικού και άχρονου Έλληνα ναυτικού. Ο Καββαδίας τρίβει το μαγικό λύχνο του Αλλαδίνου (τον οποίο απέκτησε, όταν ήταν ναυαγός στη Νήσο των Μακάρων, ανταλλάσοντας τον με το μυστικό όνομα του Θεού) και το Τζίνι της έμπνευσής του, του ζητάει να κάνει 3 ευχές. Ο ποιητής ζητά: 1) το απαγορευμένο ξόρκι του μικρού θεού των Ίνκας 2) τη συντροφιά, για μία νύχτα, των αλυσοδεμένων θεραπαινίδων του Αλή Μπαμπά στο χαρέμι του, που βρίσκεται στην χαμένη πόλη Ιρέμ των κιόνων στην έρημο της Αραβίας, και 3) τον σωστό Μικρούτσικο να τον μελοποιήσει.

http://www.youtube.com/watch?v=BGdTvpvj1sc

122. Κακές συνήθειες 

Σύνθεση: Μιλτιάδης Πασχαλίδης

Ερμηνεία: Μιλτιάδης Πασχαλίδης

Στίχος: Μιλτιάδης Πασχαλίδης

Άλμπουμ: Κακές συνήθειες

1998

Οι κακές συνήθειες δεν κόβονται εύκολα, όλοι το ξέρουν αυτό. Εγώ, ας πούμε, έχω την κακή συνήθεια να ξύνω τις πληγές μου, παλιές και καινούριες. Δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς ψάχνω να βρω διενεργώντας ανασκαφές στις διάφορες πληγές μου, πάντως, επειδή ο παίζων χάνει, ο πίνων μεθά, ο αναζητών βρίσκει και ο ευρών αμείβεται, τζάμπα δεν πάει ο κόπος μου. Κάποιες φορές, βέβαια, ο λογαριασμός είναι δυσβάστακτος, αλλά εφόσον αγκαλιάζεις και δεν προσπαθείς να καταπολεμήσεις τις κακές σου συνήθειες, πρέπει να είσαι έτοιμος να πληρώσεις το όποιο κόστος της επιλογής σου. Κι εγώ, επειδή είμαι άντρας λεβέντης, καραμπουζουκλής, ντόμπρος και κιμπάρης (ναούμ!), τους λογαριασμούς μου (τις «λυπητερές» μου) τους πλερώνω. Και αφήνω και γενναιόδωρο πουρμπουάρ. Εντάξει, δεν έχω παράπονο, καμιά φορά, με κερνάνε και κάτι. Εμ, πως, με περιποιούνται και δε θέλουν να με χάσουν από πελάτη τους στο κοσμικό κέντρο «Κακές συνήθειες». Όχι ότι με έχουν και φοβερή ανάγκη, για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Χρυσές δουλειές κάνει το μαγαζί, καραβιές φτάνουν οι πελάτες!

http://www.youtube.com/watch?v=i9CaomyP0SQ

121. Ο φόβος 

Σύνθεση: Μάνος Χατζιδάκις

Ερμηνεία: Ευτύχιος Χατζηττοφής

Στίχος: Μάνος Χατζιδάκις

Άλμπουμ: Ο οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης

1974

Από τα λιγότερα γνωστά τραγούδια του Χατζιδάκι, άργησα να το ανακαλύψω, αλλά όταν το έκανα (μόλις λίγα χρόνια πριν), κόλλησα. Αλλόκοτο, απόκοσμο και υπαινικτικό, έπρεπε να το ακούσω αρκετές φορές πριν σχηματιστεί και οριστικοποιηθεί στο μυαλό μου η εξής σκηνή-ανάμνηση, από ένα μελλοντικό (;) όνειρο: Είναι νύχτα, βρέχει και βαδίζω αργά σε μια ανηφόρα του Μετς, κρατώντας αγκαζέ έναν άγγελο με γαλάζια μάτια κάτω από μια μεγάλη ομπρέλα. Δεν υπάρχει ψυχή στο δρόμο. Δεν ξέρω από πού ερχόμαστε, δεν ξέρω που πηγαίνουμε και δεν με νοιάζει. Κάθε λίγο γυρνάω και την κοιτάζω και κάθε φορά που το κάνω μου φαίνεται ακόμα πιο όμορφη. Όταν τελειώνει η ανηφόρα, φτάνουμε σε μια πλατεΐτσα που είναι έντονα φωταγωγημένη και δίνει την αίσθηση ενός «επίκεντρου». Η βροχή έχει σταματήσει. Κλείνω την ομπρέλα, την ακουμπάω με προσοχή κάτω και αρχίζω να χορεύω με τον άγγελο κάτι σαν βαλσάκι. Πάνω σε μια φιγούρα, εξαφανίζεται και μένω μόνος. Απορώ για λίγο, αλλά μετά μου αποσπά την προσοχή ένας μαύρος γάτος που εμφανίζεται εν τω μέσω της πλατείας, εξίσου ξαφνικά όσο εξαφανίστηκε ο άγγελος. Με πλησιάζει και σταματάει στο ένα μέτρο απόσταση. Με περιεργάζεται για κάποια ώρα σαν να με βολιδοσκοπεί. Μένουμε έτσι. Μετά από λίγο, όμως, νιώθω σαν «κάτι» να έρχεται από πίσω μου, «κάτι» του οποίου η επικείμενη έλευση μου πλακώνει την καρδιά. Γυρνάω να δω, αλλά τα πάντα θολώνουν γύρω μου. Νιώθω να βουλιάζω προς τα πάνω σε μια καφέ-γκρίζα ομίχλη. Με απορροφά και γίνομαι ένα με αυτήν, κάτι που το αποδέχομαι ως φυσική εξέλιξη των πραγμάτων…

http://www.youtube.com/watch?v=y9UJEcrHagw

120. Δυο μικρά γαλάζια άλογα 

Σύνθεση: Γιώργος Ρωμανός

Ερμηνεία: Γιώργος Ρωμανός

Στίχος: Γιώργος Ρωμανός

Άλμπουμ: Δυο μικρά γαλάζια άλογα

1970

Ψυχεδελικό ροκ εν Ελλάδι εν έτει 1970 και εν τω μέσω της Χούντας; Με ενορχηστρώσεις πειραγμένες, με πρωτότυπα ηχητικά εφέ και «φαζαρισμένες» κιθάρες; Και μάλιστα με ένα τελικό αποτέλεσμα αρκούντως αξιοπρεπές; Αυτοδικαίως, στο νούμερο 120 της λίστας. Ο Γιώργος Ρωμανός ξεκίνησε την καριέρα του τραγουδώντας Χατζιδάκι και, όπως είναι αναμενόμενο, με όποιον δάσκαλο καθίσεις τέτοια και χειρότερα γράμματα θα μάθεις.

 

http://www.youtube.com/watch?v=WmV_9vg4xHg

 

119. Ο τρελός 

Σύνθεση: Άκης Πάνου

Ερμηνεία: Μανώλης Μητσιάς

Στίχος: Άκης Πάνου

Άλμπουμ: Παρών

1977

Από μία περίοδο κι έπειτα στη ζωή μου, θεωρώ ως υπέρτατο κομπλιμέντο το να με χαρακτηρίσει κάποιος ως τρελό. Τσαντίζομαι, όμως, σε μεγάλο βαθμό και αντιδρώ σε ακόμη μεγαλύτερο, όταν κάποιοι προσπαθούν να με «θεραπεύσουν» και να με κάνουν «φυσιολογικό». (Αυτού του τύπου οι καλοθελητές είναι οι πλέον επικίνδυνοι, πάντως, σας το λέω να το ξέρετε. Επίσης, επικίνδυνοι είναι και οι απομυθοποιητές, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Άκου… «φυσιολογικός»! Μπρρρ…. Μεγαλύτερη κατάρα δεν θα μπορούσα να σκεφτώ να μου απευθύνει κάποιος: «Είθε να είσαι φυσιολογικός και χωρίς αποκλίνουσα και παρεκκλίνουσα συμπεριφορά». Και τώρα, αν με συγχωρείτε, πρέπει να επιβιβαστώ στο μονοπλάνο μου (με το οποίο δύναμαι να ταξιδεύω με την ταχύτητα των 299.940 χμ/δευτερόλεπτο, δηλαδή στο 99,98% της ταχύτητας του φωτός) με προορισμό την Πρόξιμα του Κενταύρου. Τα λέμε σε 430 δικά σας γήινα χρονάκια (8,6 έτη φωτός η συνολική απόσταση του, μετ’ επιστροφής, ταξιδιού από το Ηλιακό μας Σύστημα, γαρ)!

http://www.youtube.com/watch?v=XI9IBoY0rDA&feature=related

118. Ο αδιάφορος 

Σύνθεση: B.D. Foxmoor

Ερμηνεία: Active Member

Στίχος: B.D. Foxmoor

Άλμπουμ: Μύθοι του βάλτου

1998

Εξαιτίας του οχετού της ψευτομαγκιάς, της ρηχότητας, των κακέκτυπων και του εναγκαλισμού με τη σκυλο-ποπ υποκουλτούρα, μέσα στον οποίο πλατσουρίζουν, ως επί το πλείστον, οι εκπρόσωποι της ελληνικής χιπ-χοπ σκηνής, είναι αναπόφευκτο πολλοί σκεπτόμενοι άνθρωποι, οι οποίοι διαθέτουν και ένα μίνιμουμ αισθητικής αντίληψης, να αηδιάζουν, να ξενερώνουν και να απαξιώνουν συλλήβδην τον συγκεκριμένο χώρο. Έτσι, όμως, προσπερνούν και αδικούν κατάφωρα κάποιες ελάχιστες λαμπρές εξαιρέσεις, όπως, καλή ώρα, οι Active Member, οι οποίοι ξεχωρίζουν σε αυτό που αποκαλείται ελληνικό χιπ-χοπ (και δεν είναι υπερβολή αυτό που θα πω), όπως ένα διαμάντι σε μια χωματερή. Το μεγάλο τους όπλο, όπως φαίνεται και από το συγκεκριμένο τραγούδι που είναι, κατ’ εμέ, το καλύτερό τους, είναι ο μεστός και πλήρης νοημάτων, πολιτικών και ευρύτερα κοινωνικών αλλά και με φιλοσοφικές προεκτάσεις, στίχος τους. Και τι είναι τελικά ο αδιάφορος ο Γιάννης, ο ήρωας του κομματιού; Είναι ένα σύμβολο διαφορετικότητας και, κατά κάποιο ανορθόδοξο και υπόγειο τρόπο, αντίστασης σε μια κοινωνία διαρκώς επιταχυνόμενων ρυθμών, εντεινόμενου άγχους, κυριαρχίας μιας μηχανιστικής λογικής και δυσβάστακτων ψυχολογικών φορτίων; Ή είναι, προφητικά και ως αποτέλεσμα οξυδερκούς ανάγνωσης της πραγματικότητας από πλευράς του στιχουργού-ποιητή, ο προάγγελος μιας, εν εξελίξει, βαθμιαίας και ύπουλης ομογενοποίησης και ισοπέδωσης των πάντων σε έναν γκρίζο, αδιαφοροποίητο πολτό, όπου η αδιαφορία θα καταλήξει να υπερκαλύπτει το οτιδήποτε άλλο και όπου το κάθε ίχνος ανθρωπιάς θα ξεθωριάσει και, εν τέλει, θα σβηστεί; Άκρως απαισιόδοξο το δυστοπικό αυτό όραμα, λέτε; Μπορεί. Πάντως, αναμφίβολα για εμένα, το χρώμα του τραγουδιού αυτού είναι το γκρίζο…

http://www.youtube.com/watch?v=_UwTqNC7BFg&feature=related

117. Ποτέ ποτέ δε θα γίνω φίλος σου 

Σύνθεση: Κωνσταντίνος Βήτα

Ερμηνεία: Κωνσταντίνος Βήτα

Στίχος: Κωνσταντίνος Βήτα

Άλμπουμ: Άργος

2007

Σας έχει συμβεί ποτέ εκεί που κάθεστε στα καλά του καθουμένου, ήρεμοι και χαλαροί, να αρχίζουν να σας βομβαρδίζουν ξαφνικά και από το πουθενά έντονες θύμησες (γουάου! Αυτό το ανεξάντλητο απόθεμα μίζερων λέξεων που διαθέτω δεν παύει να με εκπλήττει!) από παμπάλαια όνειρα, τα οποία είχατε ξεχάσει, ασφαλώς, αλλά των οποίων η ιδιαίτερη αίσθηση και η ατμόσφαιρα σας κατακλύζουν με έναν τρόπο που σας κάνει να απορείτε, ακόμα ακόμα και για αυτήν την συναισθηματική και ψυχική σας ακεραιότητα; Δεν μπορεί, όλο και σε κάποιους από εσάς θα έχει συμβεί. Λοιπόν, ξέρετε τι πιστεύω; Είναι τόσο λίγα, στην πραγματικότητα, αυτά που ξέρουμε για το πως λειτουργεί το μυαλό μας, το όργανο του σώματος μας που μας συνδέει με το εξωτερικό περιβάλλον, για να μην ξεχνιόμαστε, που είναι ν’ απορείς για την αξιοπιστία της αντίληψης μας και για το πόσα και ποια πράγματα χάνονται στη μετάφραση. Τι σχέση έχουν τα παραπάνω με το τραγούδι αυτό; Α χα! Σε ποιόν ή τί νομίζετε ότι απευθύνεται ο Κ.Β. καταλήγοντας στο συμπέρασμα (και όχι εκδηλώνοντας την επιθυμία του) ότι ποτέ δε θα γίνει φίλος του; Έλα, μην τα θέλετε όλα να σας τα κάνω νια νια!

http://www.youtube.com/watch?v=HMGH5cuRmWE

116. Το γράμμα 

Σύνθεση: Σωκράτης Μάλαμας

Ερμηνεία: Σωκράτης Μάλαμας

Στίχος: Σωκράτης Μάλαμας

Άλμπουμ: Λαβύρινθος

1996

Οι άνθρωποι, έχουμε μια αθεράπευτη τάση και μια ακαταμάχητη ροπή στο να ερμηνεύουμε τόσο το παρελθόν μας όσο και (προσέξτε, αυτό είναι το σημαντικότερο) το μέλλον μας με τα κριτήρια του παρόντος μας. Βλέπουμε, δηλαδή, τη ζωή μας ολόκληρη σαν μια ευθεία γραμμή την οποία ορίζει η κουκίδα του παρόντος μας και, έχοντας σαν αφετηρία την κουκίδα αυτή, θεωρούμε το παρελθόν και το μέλλον μας ως γραμμικές, συνεχείς προεκτάσεις της νοητής (και, βέβαια, ουσιαστικά ανύπαρκτης) ευθείας προς τα «πίσω» και τα «μπρος», αντιστοίχως. Μεγάλο το σφάλμα, και ακόμα μεγαλύτερη η διαστρέβλωση που αυτό προκαλεί στις ζωές μας και στις ζωές των άλλων συνανθρώπων μας με τους οποίους αλληλεπιδρούμε με οποιονδήποτε τρόπο. Λοιπόν, πάρτε κατσαβίδι και βιδώστε καλά στο μυαλό σας αυτό που θα σας πω (όπως θα έλεγε και ο μέγας Γ. Γεωργίου): Η εξέλιξη της ζωής του καθενός μας και όλων μας, συνολικά, είναι μη γραμμική και ασυνεχής! Το μέλλον σας δεν είναι προαδιαγεγραμμένο, είναι ακόμη αδιαμόρφωτο και περιμένει εσάς να το διαμορφώσετε. Όχι μόνο εσάς, φυσικά, αλλά πάντως έχετε πολύ μεγαλύτερο λόγο, από ότι, συνήθως, νομίζετε, στο πως θα εξελιχθεί η ζωή σας. Αν, τώρα, πιστεύετε ακράδαντα ότι δεν υπάρχει διαφυγή από τη ρουτίνα και από το καθημερινό μαγγανοπήγαδο, τότε αυτή σας η ακλόνητη πεποίθηση θα σας οδηγήσει να πράξετε έτσι ώστε να διαιωνίζεται η κατάσταση αυτή. Συμπέρασμα: Μην πικραίνεστε τις Κυριακές τα βράδια. Αποδεχτείτε την σκοτεινιά (η οποία, όπως μας λέει ο Σώκρατες, είναι αναπόφευκτη, αποτελεί το γιανγκ στο γιν του φωτός), κοιτάξτε την κατάφατσα και πιστέψτε ότι μπορείτε να την διαλύσετε. Αν το κάνετε, θα έχετε κάνει το πρώτο βήμα. Και, σύντομα, μετά από μερικά βηματάκια ακόμη, θα εκπλαγείτε για μια ακόμη φορά από το υπέρτατο θαύμα και μυστήριο της ζωής. Αλλά, ας μην αυταπατώμεθα, αυτό θα σας συμβεί ούτως ή… αλλέως, ό,τι κι αν κάνετε ή δεν κάνετε …

http://www.youtube.com/watch?v=sH-q7uQeLnE

115. Έρχεται κρύο 

Σύνθεση: Λάκης Παπαδόπουλος

Ερμηνεία: Αρλέτα

Στίχος: Κυριάκος Ντούμος

Άλμπουμ: Περίπου

1984

Τι πανέμορφο τραγουδάκι… Συχνά αναρωτιέμαι για το εάν, εκτός από τη μητρική, υπάρχει άλλη τόσο πολύ άδολη και ανυστερόβουλη αγάπη. Άδολη και ανυστερόβουλη σε τέτοιο βαθμό, που να σε κάνει να ενδιαφέρεσαι (όντως, 100% αγνά και αληθινά και χωρίς να περιμένεις την παραμικρή ανταπόδοση) για έναν άνθρωπο, με τον οποίο οι δρόμοι σας έχουν χωρίσει, μάλλον, ανεπιστρεπτί. Και πάντοτε καταλήγω στο συμπέρασμα πως όχι, κάτι τέτοιο δεν γίνεται να υπάρξει χωρίς να συνοδεύεται έστω κι από μια ελάχιστη ελπίδα, από την μία πλευρά, ότι τα πράγματα θα αλλάξουν ή θα διορθωθούν. Όσο επιφανειακό και πρόχειρο φτιασίδωμα και βερνίκωμα κι αν πέφτει από τους διάφορους μηχανισμούς «εκπαίδευσης» που έχουν στήσει η κοινωνία και ο πολιτισμός μας για να διατηρήσουν ένα μίνιμουμ συνοχής και να μην καταρρεύσει ως χάρτινος πύργος το οικοδόμημά τους, δεν αρκεί για να κρύψει, από ένα έμπειρο μάτι κι έναν διορατικό και κριτικό νου, την αλήθεια: είμαστε, κατά βάσιν, τεράστιοι εγωιστές κατευθυνόμενοι κυρίως από τα ένστικτα και τις παρορμήσεις μας και ενεργούμε με βάση την λογική και την αλληλεγγύη προς τους άλλους, συνήθως, όταν δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Ακούγεται αιρετικό, ίσως, αλλά ισχύει. Έτσι, κοίτα να ντύνεσαι καλά να μην κρυώσεις, αλλά αν δεν με θες καθόλου, αν η παρουσία μου είναι, πλέον, όντως, εντελώς αδιάφορη για εσένα, τότε να ξεπαγιάσεις και να ψοφήσεις! Ή, αντίστοιχα, αν δεν ενδιαφέρομαι εγώ, ούτως ή άλλως, πλέον για σένα, δεν πα’ να φορέσεις και μακό μπλουζάκι μες στο καταχείμωνο;

http://www.youtube.com/watch?v=T1IMsRi50qM

114. Ο ακροβάτης 

Σύνθεση: Χαΐνηδες

Ερμηνεία: Χαΐνηδες

Στίχος: Χαΐνηδες

Άλμπουμ: Με κόντρα τον καιρό

1994

Συνεχίζω, κατά κάποιο τρόπο, από εκεί που το άφησα προηγουμένως, επιχειρώντας μια λίγο διαφορετική ανάγνωση τώρα, όμως. Ο εγωισμός, ο ατομικισμός και η μοναχική πορεία, μπορεί, όπως είπαμε, να κατακρίνονται και να καταπολεμώνται, με διάφορους τρόπους, από τους μηχανισμούς «εκπαίδευσης» και «συμμόρφωσης» (ΟΚ, προπαγάνδας και χειραγώγησης) της κοινωνίας και του πολιτισμού (ιδιαίτερα σε μια χώρα όπως η Ελλάδα μας, όπου η επικρατούσα κουλτούρα είναι πολύ «κολλεκτιβιστική»), ωστόσο, στην καλή τους εκδοχή, δύνανται να αποτελέσουν και ανεξάντλητες και ασύγκριτες πηγές ατόφιας δύναμης. Απλώς σκεφτείτε: συγκρίνεται η άγρια χαρά, η απόλαυση (η κάβλα, βρε αδελφέ!) και η δύναμη που αντλεί ένας ακροβάτης από αυτόν τον μετεωρισμό στα όρια ζωής-θανάτου και την υπέρβαση του εαυτού του που πραγματοποιεί κάθε φορά που ανεβαίνει στο σκοινί του, μόνος απέναντι στο κενό, με τη χαρά π.χ. ενός οπαδού όταν έχει νικήσει το κόμμα ή η ομαδάρα του; Χα! Δεν τίθεται καν θέμα σύγκρισης, είναι βλασφημία σχεδόν να το αποτολμήσουμε. Ας μην ξεχνάμε ότι η υπέρβαση, η πρωτοπορία και η καινοτομία είχαν πάντοτε, στην ανθρώπινη ιστορία, ως υποκείμενα τους, μεμονωμένα άτομα και ολιγάριθμες, σχετικά, παρέες ή ομάδες που σκέφτονταν «έξω από το κουτί» και πήγαιναν «με κόντρα τον καιρό». Ποτέ μεγάλες μάζες και αγέλες δεν υπήρξαν καταλυτικοί φορείς αλλαγής, ούτε και προβλέπεται να υπάρξουν στο μέλλον, αν θέλετε την ταπεινή μου γνωμάρα…!

http://www.youtube.com/watch?v=_elZ1C569MQ

113. Στη Βουλιαγμένη 

Σύνθεση: Λουκιανός Κηλαηδόνης

Ερμηνεία: Λουκιανός Κηλαηδόνης

Στίχος: Λουκιανός Κηλαηδόνης

Άλμπουμ: Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόυ

1978

Ένα τραγούδι-σύμβολο της καλής πλευράς μιας εποχής, η οποία τώρα, όχι και τόσο πολλά χρόνια μετά, φαντάζει απίστευτα μακρινή. Ξεγνοιασιά, αυθορμητισμός, μια καλώς εννοούμενη αλητεία, αλλά και κάπου στο βάθος να υποφώσκει μια αίσθηση του επείγοντος: «Φεύγει η νύχτα, φεύγει, δεν περιμένει κι έχουν να γίνουν πολλά». Ίσως πρόκειται για τη διαίσθηση του καλλιτέχνη που βλέπει, με μάτια που δεν διαθέτουν οι πολλοί, την καταιγίδα που έρχεται. Ή τη βαρυχειμωνιά. Το τραγούδι αυτό συνδέθηκε άρρηκτα με το περίφημο «Πάρτυ στη Βουλιαγμένη» το 1983, ένα γεγονός που στάθηκε ένα από τα σημεία αναφοράς για τη μεταπολιτευτική Ελλάδα και έτσι έχει καταχωρηθεί στη συλλογική συνείδηση. Νομίζω ότι αυτό το διονυσιακού τύπου γλέντι, με την σχετική ελευθεριότητα που το χαρακτήριζε και με τη μαζική λαϊκή συμμετοχή, αντιπροσώπευε ένα οριστικό «αντίο» (farewell, το λέμε στο χωριό) στην «παλιά Ελλάδα» και ένα πέρασμα σε μια νέα εποχή. Βεβαίως, πολλοί θα επισημάνουν ότι αυτή η «απελευθέρωση» και η (σχετική, πάντα) χαλάρωση μιας σειράς «πρέπει» και περιορισμών, οδήγησαν σε ξεχείλωμα των ηθών και των κανόνων μιας «ευνομούμενης» κοινωνίας και σε μια γενικευμένη ασυδοσία. Μάλλον υπάρχει μια δόση αλήθειας στην παραπάνω εκτίμηση, αν και, επειδή σιχαίνομαι την ηθικολογία, τα ηθικοπλαστικά κηρύγματα και τα «κουνήματα» των δαχτύλων των διαφόρων αυτόκλητων υπερμάχων της κοινωνικής συνοχής, της τάξης, της ησυχίας και της ασφάλειας (οι γνωστοί διαχρονικοί φορείς συντήρησης και ανάσχεσης της οποιασδήποτε αληθινής προόδου των ανθρώπινων κοινωνιών), δεν θα την ασπαστώ πλήρως. Πάντως, θεωρώ και κάπως άδικο και άστοχο το να συνδέεται το συγκεκριμένο τραγούδι του Λουκιανού Κηλαηδόνη αποκλειστικά με το «Πάρτυ» της Βουλιαγμένης. Κυρίως γιατί, για εμένα τουλάχιστον, τα όμορφα και ξεχωριστά συναισθήματα που γεννάει η «Βουλιαγμένη» μπορούν να προκύψουν μόνο από ιδιαίτερες, συστηρώς προσωπικές, εμπειρίες (οι δυο σας, να αλητεύετε, να κάνετε μπάνιο γυμνοί και μεθυσμένοι υπό το καλοκαιρινό φεγγαρόφως καθώς και άλλα, αυστηρώς ακατάλληλα…, δι’ ανηλίκους και δια ηθικολόγους, πράγματα!) και όχι από μαζικές και απρόσωπες διονυσιακές και οργιαστικής φύσης τελετές, τύπου «Πάρτυ».

http://www.youtube.com/watch?v=3qnWuiv-Bmk

112. Αν μ’αγαπάς 

Σύνθεση: Γιάννης Σπανός

Ερμηνεία: Τάνια Τσανακλίδου

Στίχος: Τάκης Καρνάτσος

Άλμπουμ: Φίλε…

1982

Το ν’ αγαπήσεις και να δοθείς ολοκληρωτικά σ’ έναν άνθρωπο μπορεί να σε οπλίσει με απίστευτη ενέργεια και δημιουργικότητα, δεν νομίζω ότι κανείς μπορεί να εγείρει αμφιβολίες επί τούτου. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι εμπεριέχει κι ένα τεράστιο ρίσκο: Τι θα συμβεί αν η σχέση τερματιστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο; Θα μπορέσει να μαζέψει τα κομμάτια του και να ανασυνταχθεί ο πληγείς βαρύτερα παρά τω τερματισμώ της σχέσης; Και αν ναι πόσο γρήγορα θα μπορέσει να το κάνει; Όμως, όλοι όσοι έχουν ερωτευτεί έστω και μια φορά, γνωρίζουν ότι δεν υφίστανται περιθώρια λογικής επεξεργασίας και επιλογής όταν τα συναισθήματα σε βάζουν κάτω και χοροπηδούν επάνω στο στήθος σου. Επιπλέον, δεν μπορείς να ζήσεις όλη σου τη ζωή σε μια αποστειρωμένη γυάλα: αναγκαστικά θα πειραματιστείς και αναγκαστικά θα φας τα μούτρα σου. Το συμπέρασμα; Εύκολο να το διατυπώσεις, δύσκολο, συχνά, να το εφαρμόσεις: Δώσου, αφέσου, (κατρα)κύλησε στον έρωτά σου, αλλά προσπάθησε να μην απολέσεις το εγώ σου και να μην το αφήσεις να απορροφηθεί εντελώς από τον άλλο. Α, και μην ακούς τους κυνικούς που θα σπεύσουν να σου επισημάνουν ότι πρέπει να επιδεικνύεις πάντα μια κάποια αποστασιοποίηση λόγω του ότι «όλοι οι μεγάλοι έρωτες και αγάπες φθίνουν με το πέρασμα του χρόνου»: κάτι για το οποίο είμαι σίγουρος (και αυτή θα είναι η αισιόδοξη κατακλείδα του κειμένου) είναι ότι, ναι, υπάρχουν έρωτες που αντλούν ενέργεια από μια μυστική, αόρατη στα μάτια των πολλών και αστείρευτη πηγή, και οι οποίοι, επομένως, δεν φυλλορροούν ποτέ…

http://www.youtube.com/watch?v=rh9V6nW6yfs

111. Ώρες σιωπής 

Σύνθεση: Διονύσης Τσακνής

Ερμηνεία: Διονύσης Τσακνής

Στίχος: Διονύσης Τσακνής

Άλμπουμ: Φταίνε τα τραγούδια

1989

Στο κυνήγι της στιγμούλας. Μια σε βρίσκω μια σε χάνω στιγμούλα μου, αλλά, όχι, δε θα πω ότι πιο καλή είναι η μοναξιά. Γιατί εσύ ομορφαίνεις, χρωματίζεις και νοηματοδοτείς την ύπαρξή μου. Εσύ κι οι αδελφές σου, λαμπερές σταγόνες, διάσπαρτες εδώ κι εκεί σε έναν μουντό ωκεανό ρουτίνας, κοινοτοπίας, μιζέριας, νωθρότητας, ανούσιων ανησυχιών, αγχών, μελαγχολίας και μιας γενικότερης αίσθησης απουσίας νοήματος. Σαν τις μυριάδες αστεριών στον νυχτερινό ουράνιο τις ανέφελες νύχτες σε κάποια επαρχία, μακριά από την φωτορρύπανση των πόλεων. Από τη σιωπή εκκινώ, στιγμούλα μου, και στη σιωπή καταλήγω και στο ενδιάμεσο σε αναζητώ. Και όταν σε βρίσκω, αυτό το γνώριμο συναίσθημα της χαρμολύπης με καταλαμβάνει, αλλά επειδή δεν μπορώ να κάνω και αλλιώς, σε αγκαλιάζω και σε απολαμβάνω, έστω κι έτσι. Και ύστερα ξεγλιστράς και φεύγεις και μου μένει μόνο μια ανάμνηση (που πολλές φορές μου φαίνεται σαν μία απρόσωπη λογιστική καταχώρηση), την οποία προσπαθώ να ζωντανέψω. Δεν τα καταφέρνω  πάντα. Όμως, στιγμούλα μου, έχω καταλάβει ότι εκ φύσεως είσαι δυναμική, μεταλλασσόμενη, εθισμένη σε Οβιδιακές μεταμορφώσεις και παιχνιδιάρα. Έτσι, αν βάλω τα δυνατά μου, συγκεντρωθώ και σε κρατήσω γερά, όσες μορφές κι αν πάρεις (όπως ο Μενέλαος τον θεό Πρωτέα στην Αίγυπτο), τελικά μου παραδίνεσαι, έστω και απρόθυμα, έστω και για λίγο. Και εγώ (πού να κρατηθώ, ο φουκαράς;) σε ρουφάω αχόρταγος. Και ύστερα, άντε φτου κι απ’ την αρχή!

http://www.youtube.com/watch?v=PuNPoJIllXI

110. Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου 

Σύνθεση: Μίκης Θεοδωράκης

Ερμηνεία: Γιοβάννα

Στίχος: Νίκος Γκάτσος

1960

Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου πριν το θυμηθώ εγώ

Έλα να με βρεις, έστω  την ενδεκάτη ώρα

Και να μου ψιθυρίσεις αυτό που επέλεξα να ξεχάσω

Όταν πήρα την απόφαση να παίξω με τους όρους του αντιπάλου

 

Μισό κλειδί εγώ, μισό κλειδί κι εσύ

Αν τα ενώσουμε δεν έχουμε μόνο το ολόκληρο κλειδί

Έχουμε και την πόρτα και την κλειδαριά

Πώς ξεκλειδώνεις κάτι που δεν έχει κλειδωθεί ποτέ;

 

Στα όνειρά μου περπατούμε μαζί, όπως έλεγε κι ο Ρόυ

Ενώ στον ξύπνιο χώρια

Ποιός θα πει τι είναι αλήθεια και τι όχι;

Ποιός σκέφτεται τώρα; Εγώ, εσύ ή κάποιος άγνωστος για λογαριασμό και των δυο μας;

http://www.youtube.com/watch?v=gfBhk9FBP9w

109. Πριν το χάραμα 

Σύνθεση: Γιάννης Παπαϊωάννου

Ερμηνεία: Οδυσσέας Μοσχονάς

Στίχος: Χαράλαμπος Βασιλειάδης

1948

Μετά το σούρουπο και πριν το χάραμα, κάνει την εμφάνισή της άλλη μια εκδοχή του προαιώνιου και πανανθρώπινου μύθου της «επιστροφής του ασώτου». Από τον Οιδίποδα ως τον Παπαϊωάννου, αλλάζουν οι συνθήκες, αλλάζουν και οι άνθρωποι, αλλά το βασικό μοτίβο παραμένει αναλλοίωτο και, παράλληλα, δυναμικό και φευγαλέο, μετασχηματιζόμενο αενάως σε νέες μορφές και πειραματιζόμενο με νέες φόρμες, εμπνέοντας τους καλλιτέχνες της κάθε εποχής και ανοίγοντας νέους, απροσδόκητους, δρόμους με τη διαρκή διεύρυνση του περιεχόμενου και του νοήματός του. Γύρισα καλή μου, I’m back with a vengeance! Τα πράγματα ποτέ δεν θα είναι πια τα ίδια, αλλά δε θα μπορούσε και να ισχύει κάτι διαφορετικό. Δεν πρόκειται περί κύκλου, αλλά πρόκειται περί έλικας. Η τραγική ειρωνεία και η επανάληψη της ιστορίας ως φάρσας. Και, καλά όλα αυτά, αλλά όταν χαράξει, τι συμβαίνει; Με αυτό το ερώτημα θα μου επιτρέψετε να καταπιαστώ όταν φτάσουμε στο κατάλληλο τραγούδι, αρκετά πιο κάτω στη λίστα.

http://www.youtube.com/watch?v=IkR8x5VkO90

108. Καταγγέλω 

Σύνθεση: Χαρης & Πάνος Κατσιμίχας

Ερμηνεία: Χαρης & Πάνος Κατσιμίχας

Στίχος: Λαίλιος Καρακάσης

Άλμπουμ: Όταν σου λέω πορτοκάλι να βγαίνεις

1987

Από ένα ολόκληρο χρόνο στη ζωή μου θυμάμαι, κατά βάση, δυο μάτια. Δυο μεγάλα μπλε, εκφραστικά, παιχνιδιάρικα μάτια. Όλα τα υπόλοιπα που συνέβησαν εκείνη τη χρονιά έχουν ξεθωριάσει εντελώς και έχουν μείνει ως ασαφείς γκρίζες σκιές στη μνήμη μου. Είχα φτάσει να ζω περιμένοντας να έρθει η στιγμή που θα δω και πάλι τα μάτια αυτά. Μαγνητιζόμουν και χανόμουν μέσα τους και το απολάμβανα, ασφαλώς και με μια μικρή δόση μαζοχισμού. Και λέω μαζοχισμού γιατί, για συγκεκριμένους λόγους, δεν είχα καμία ελπίδα να πετύχω κάτι παραπέρα, κάτι «ουσιαστικό», ας πούμε. Ωστόσο, δεν είχα άλλη επιλογή από το να τα προσεγγίζω διαρκώς. Με τον τρόπο μου. Ήθελα να ήμουν κοντά τους όσο συχνότερα γινόταν, ήθελα να με εμπιστευτούν. Και με τον καιρό τα κατάφερα. Και τους δόθηκα ολοκληρωτικά, έγινα δικός τους, υποτασσόμουν στα θέλω τους και στα καπρίτσια τους, η διάθεσή μου καθοριζόταν από τα κέφια τους. Και όταν έφυγαν, με τον πλέον απότομο και άκομψο τρόπο, από τη ζωή μου, μούδιασα ολόκληρος. Ένας κόσμος, που τον είχα στήσει αποκλειστικά εγώ, αντλώντας από την έμπνευση και την ενέργεια που μου έδιναν εκείνα τα μάτια, κατέρρευσε αυτοστιγμεί. Περιέργως πως, συνήλθα σχετικά γρήγορα. Κι όταν έγραψα κάτι για εκείνα και τους τα έδωσα, όταν τα συνάντησα μετά από καιρό, τα δυο μπλε μάτια συγκινήθηκαν και δάκρυσαν. Οι συνθήκες είχαν αλλάξει δραματικά πια, όμως. Οι δρόμοι μας είχαν χωρίσει οριστικά. Έκτοτε δεν τα έχω ξαναδεί. Κάποιες φορές με επισκέπτονται στον ύπνο μου, παίζουν για λίγο μαζί μου κι ύστερα χάνονται. Κι εγώ, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ξυπνάω πάντα έχοντας στο μυαλό μου έναν εύθυμο σκοπό, θυμάμαι όσα είχαν συμβεί μεταξύ μας και δεν τα νοσταλγώ ούτε μελαγχολώ. Απλά, χαμογελάω και αρχίζω την ημέρα μου με καλή διάθεση.

http://www.youtube.com/watch?v=Db0xDRds3Mo

107. Kuro siwo 

Σύνθεση: Θάνος Μικρούτσικος

Ερμηνεία: Γιάννης Κούτρας

Στίχος: Νίκος Καββαδίας

Άλμπουμ: Ο Σταυρός του Νότου

1979

Αρμύρα, αρμύρα και πάλι αρμύρα, η οποία νιώθω ότι ποτίζει όλο το Σύμπαν κάθε φορά που ακούω το Kuro Siwo. (Επίσης, κάθε φορά που ακούω το συγκεκριμένο άσμα θυμάμαι τον Μπέζο στους «Απαράδεκτους» να τραγουδάει: «Η λαμαρίνα, η λαμαρίνα όλα τα σβήνει…», αλλά ας μην το ευτελίσω εντελώς το θέμα…!). Βαριά η καλογερική, αλλά ακόμα πιο βαριά η ζωή του ναυτικού. Σας έχω εξιστορήσει σε προηγούμενες καταχωρήσεις κάποιες από τις περιπέτειές μου στη θάλασσα, έτσι δεν είναι; Σας έχω πει την ιστορία του ναυαγίου μου με το θρυλικό ατμόπλοιο «Φέθρυ Κιόπης» στα ανοιχτά της Οκινάουα; Όχι, ε; Λοιπόν, μεταφέραμε όπιο… εεεε… σπάνια φυτά της Άπω Ανατολής, ήθελα να πω, στην Ιαπωνία. Στα καλά του καθουμένου, κι ενώ ο καιρός ήταν τέλειος, ένα τεράστιο τσουναμοειδές κύμα εμφανίστηκε από το πουθενά και αναποδογύρισε το ένδοξο, μπαρουτοκαπνισμένο σκαρί μας, πριν, καν, προλάβουμε να αντιδράσουμε. Επιζήσαμε, από καθαρή τύχη και χάρη στην παροιμιώδη απειθαρχία μας, εγώ κι ο Τσου Τσου Τσου (να διευκρινίσω ότι κάθε «Τσου» προφέρεται διαφορετικά, αλλά αν δεν ομιλείτε την κοινή Μανδαρίνικη… μάταιος κόπος να σας εξηγήσω), ο Καντωνέζος καμαρώτος του «Φέθρυ Κιόπης». Βλέπετε, οι δυο μας, εκείνη την ώρα, αντί να κάνουμε ματσακόνι στα αμπάρια του πλοίου, ως οφείλαμε, λουφάραμε κάνοντας ηλιοθεραπεία στο κατάστρωμα (σας είπα ότι ο καιρός ήταν εξαιρετικός). Επίσης, η θεά τύχη δεν μας εγακτέλειψε κι όταν πέσαμε στο νερό: βρήκαμε τη μοναδική σωστική λέμβο που γλίτωσε από την ολοκληρωτική καταστροφή και βολοδέρναμε για μέρες σε αυτήν, δίχως εφόδια φυσικά, παραμιλώντας από την πείνα και την δίψα και με τον Τσου Τσου Τσου να είναι πεπεισμένος ότι ο Γκοτζίλα ήταν εκείνος που προκάλεσε το γιγαντιαίο κύμα και βούλιαξε το «Φέθρυ Κιόπης» και να έχει το κεφάλι του κρεμασμένο διαρκώς έξω από τη λέμβο, σαρώνοντας με τα μάτια του τα νερά, εν αναμονή του αποτρόπαιου τέρατος, το οποίο ήταν βέβαιος ότι θα επέστρεφε για να μας βρει και να ολοκληρώσει το έργο του. Και εκεί που, όντας πλέον σχεδόν αποτρελαμένος και με τη βούλα (γιατί μισότρελος ήμουν και από πριν), είχα πάρει την απόφαση να στραγγαλίσω τον Τσου Τσου Τσου και ύστερα να αυτοστραγγαλιστώ, ένα διερχόμενο αλιευτικό σκάφος, ως από μηχανής θεός, μας περισυνέλεξε. Ε, για να μην σας τα πολυλογώ, καταλήξαμε, εγώ κι ο Τσου Τσου Τσου, να παντρευτούμε τις δύο κόρες του Γιαπωνέζου ψαρά που μας έσωσε και να γίνουμε μπατζανάκηδες. Έστησα το σπιτικό μου εκεί, με παιδιά-σκυλιά-γατιά, μόνο που μετά από τρία χρόνια ζωής και κότας στην Οκινάουα, φεύ, με μόλυνε το μικρόβιο του νόστου για την πατρίδα κι έτσι αναχώρησα νύχτα από τη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, κίνηση που αποδέχτηκε τραγικώς εσφαλμένη, διότι αφενός είχα πέσει πολύ έξω στην προσδοκία μου ότι η γυναίκα μου στην Ελλάδα θα με περίμενε ως άλλη Πηνελόπη (ίσα ίσα, απ’ ότι έμαθα, η ακατονόμαστη έπεσε στην αγκαλιά του πρώτου Αντίνοου που την κόρταρε) και αφετέρου ο Γιαπωνέζος πεθερός μου αφιονίστηκε (γνωρίζετε, φαντάζομαι, πως είναι οι Γιαπωνέζοι με τα ζητήματα τιμής και υπόληψης) και εξαπέλυσε τα ντόμπερμαν της Γιακούζα στο κατόπι μου. Αφού κρύφτηκα στην Θορσάβν των Νήσων Φερόε για 2 χρόνια, περιμένοντας να κουραστούν οι διώκτες μου και να με παρατήσουν στην ησυχία μου, ξαναμπάρκαρα και έτσι, λοιπόν, τώρα που σας γράφω αυτές τις γραμμές, είμαι ο περήφανος αρχιλαντζιέρης στο κρουαζιερόπλοιο «Βασίλισσα του Σαβά», το οποίο διασχίζοντας τα γαλήνια νερά των Πέρα Θαλασσών ετοιμάζεται, σε λίγες ώρες, να πιάσει στο λιμάνι της Νήσου των Μακάρων. Μην ανησυχείτε βρε κουτά, θα δώσω φιλιά εκ μέρους σας στον Αχιλλέα και στον Μενέλαο!

http://www.youtube.com/watch?v=qGCspPvN2C0

106. Μπαγάσας 

Σύνθεση: Νικόλας Άσιμος

Ερμηνεία: Νικόλας Άσιμος

Στίχος: Νικόλας Άσιμος

Άλμπουμ: Το φανάρι του Διογένη

1987

Βρε μπαγάσα, δεν μπορώ να αποφασίσω τι με τρομάζει πιο πολύ: το ενδεχόμενο να μην υπάρχεις ή το ενδεχόμενο να υπάρχεις μεν, αλλά η ύπαρξή μου να σου είναι εντελώς αδιάφορη; Σκεφτείτε, φίλοι μου: Πόσο εύκολο είναι (ακόμα κι αν έχετε όλη την καλή διάθεση) να εξηγήσετε την γενική θεωρία της σχετικότητας σε ένα καγκουρό; Να ανταλλάξετε απόψεις για την σύγχρονη γεωπολιτική κατάσταση της Μέσης Ανατολής με έναν αρουραίο; Να διδάξετε τα βασικά βήματα του αργεντίνικου τάνγκο σε μια λιβελούλα; Βάλτε τώρα τον εαυτό σας στη θέση του καγκουρό, του αρουραίου ή της λιβελούλας. Νομίζω δεν είναι δύσκολο να κατανοήσετε ότι το μέγεθος και το είδος του αντίστοιχου χάσματος αντίληψης και δυνατοτήτων με ένα ανώτερο του ανθρώπου ον, πιθανότατα θα καθιστούσε το χάσμα αυτό αγεφύρωτο. Εκτός εάν είστε θιασώτες της πεποίθησης ότι στο αχανές Σύμπαν ο άνθρωπος είναι η υψηλότερη, η πιο νοήμων και η πιο εκλεπτυσμένη μορφή ζωής. Και εάν, όντως, η πεποίθησή σας αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, τότε… με τις υγείες μας και με τις υγείες σου, ω ζωή του Σύμπαντος κόσμου…!

http://www.youtube.com/watch?v=nAh45vCMOBQ

105. Μ’ ένα παράπονο 

Σύνθεση: Δήμος Μούτσης

Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Στίχος: Νίκος Γκάτσος

Άλμπουμ: Ένα χαμόγελο

1969

Μια από τις αθεράπευτες (και βασανιστικά ανίατες) ασθένειες του ελληνικού τραγουδιού είναι η λεγόμενη κλαψομουνίαση. «Αχ βαχ, γιατί με άφησες, άπονη καρδιά, σκληρή ζωή, αχαριστία, μπλα, μπλα, μπλα» και, σας παρακαλώ, φέρτε γρήγορα τα υπογλώσσια μου γιατί δεν την παλεύω. Και καλά, πάει στο διάολο όταν πρόκειται για αυθεντικά σκυλοτράγουδα, δεν περιμένεις και κάτι καλύτερο. Αυτά, όμως, που δεν αντέχονται με τίποτα είναι κάτι δήθεν ποιοτικά έντεχνα τραγούδια που ανάγουν την κλαψομουνίαση σε υψηλής (ένα μέτρο κι είκοσι) μορφής τέχνη και που όταν ακούσεις τυχαία (ή, μάλλον, άτυχα) κάποιο εξ αυτών, σου γεννάται μια έντονη επιθυμία (εφόσον διαθέτεις, εννοείται, κάποια, έστω μικρά, ψήγματα νοημοσύνης και έναν μίνιμουμ βαθμό ψυχικής υγείας) πρώτα να κόψεις με πριονοκορδέλα τα αυτιά σου και να αφαιρέσεις χωρίς αναισθητικό το ακουστικό κέντρο του εγκεφάλου σου και ύστερα να ανατινάξεις με μπαζούκας τον «καλλιτέχνη» που εμπνεύστηκε το ανοσιούργημα. Και το κακό είναι ότι, όσο περνούν τα χρόνια, αυτά τα «άσματα» αυξάνονται και πληθύνονται και κατακυριεύουν τις συχνότητες των FM και τα CD / MP3 Players. Τέλος πάντων, ευτυχώς πάντα θα υπάρχουν τραγούδια που με λεβέντικο, αξιοπρεπή και σταράτο τρόπο μιλούν για καψούρες και ερωτικές απογοητεύσεις, όπως, καλή ώρα, το «Μ’ ένα παράπονο». Και το στοιχείο, βέβαια, που κάνει τη διαφορά εδώ, είναι η θαυμάσια μουσική με την οποία έντυσε αυτό το τραγούδι ο Μούτσης, ένας από τους κορυφαίους, πιο ιδιαίτερους, αλλά και πιο αδικημένους, κατά τη γνώμη μου, Έλληνες συνθέτες όλων των εποχών.

http://www.youtube.com/watch?v=UMaJXZpNccc

104. Η σωτηρία της ψυχής 

Σύνθεση: Σταμάτης Κραουνάκης

Ερμηνεία: Άλκηστις Πρωτοψάλτη

Στίχος: Λίνα Νικολακόπουλου

Άλμπουμ: Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ

1985

Δεν είμαι σίγουρος για τι πράγμα μιλάει ακριβώς αυτό το τραγούδι. Μα, το θέμα είναι προφανές, θα πει κάποιος: η σωτηρία της ψυχής, τι άλλο; Όμως, τι σημαίνει σωτηρία της ψυχής; Σημαίνει το ίδιο για τον κάθε άνθρωπο; Σημαίνει, έστω κάτι, για κάποιους; Δεν έχω απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, όπως, εξάλλου, δεν έχω απαντήσεις στα περισσότερα από τα ερωτήματα που με έχουν απασχολήσει και με απασχολούν στη ζωή μου. Κι αυτό δεν μ’ ενοχλεί, ίσα ίσα είμαι από αυτούς που τους απωθούν οι τελικές λύσεις και απαντήσεις και που, αντιθέτως, πιστεύουν ότι το μυστήριο και η αμφιβολία πάνε χέρι με χέρι με τη γοητεία, την ομορφιά και τη διεύρυνση των οριζόντων. Ωστόσο, όπως δεν θεωρώ σωστό να κατασταλάζουμε και να εγκλωβιζόμαστε σε διάφορες μορφές απολυτότητας, έτσι πιστεύω και ότι δεν πρέπει να επιτρέπουμε στο μυστήριο και την αμφιβολία να γενικεύονται και να κυριαρχούν επί των πάντων στη ζωή μας, διαμορφώνοντας μια άκρως νεφελώδη και, βολικά, ασαφή, σχετικιστική και «χύμα» κοσμοθεωρία, γιατί τότε καταλήγουμε να βολοδέρνουμε, να αναλωνόμαστε και να τρωγόμαστε με τα ρούχα μας αενάως, χωρίς κανένα αποκούμπι και κανένα χειροπιαστό αποτέλεσμα. Άρα, εφόσον το ζήτημα της σημασίας της «σωτηρίας της ψυχής» με προβληματίζει και μου γεννά έντονα συναισθήματα, δεν μπορούσα να το αγνοήσω  και να το προσπεράσω έτσι εύκολα, θα έπρεπε να καταλήξω σε κάποιες βασικές αρχές, τουλάχιστον, για να έχω έναν μπούσουλα. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι έχω συμπεράνει, από όσα έχω ζήσει και έχω σκεφτεί μέχρι σήμερα, ότι η ψυχή μας σώζεται όταν: α) εντοπίσουμε, σε πρώτο στάδιο, την εσωτερική μας μελωδία και ρυθμό, τα αποδεχτούμε, συντονιστούμε και εξασκηθούμε μαζί τους, τα ραφινάρουμε και τα διαμορφώσουμε, στο μέτρο του δυνατού, και β) βρούμε μια θέση για αυτά μέσα στο μεγάλο τραγούδι του κόσμου, κάτι όχι εύκολο αν αναλογιστεί κανείς ότι, σε πρώτο επίπεδο, τουλάχιστον, πρόκειται για ένα πολύφωνο, χαοτικό και άπειρο άσμα.

http://www.youtube.com/watch?v=8BoYOaSV6Zc

103. Μέθυσε απόψε το κορίτσι μου 

Σύνθεση: Μίμης Πλέσσας

Ερμηνεία: Γιάννης Πουλόπουλος

Στίχος: Λευτέρης Παπαδόπουλος

Άλμπουμ: Ο δρόμος

1969

Αν και δεν του φαίνεται εκ πρώτης ακροάσεως, πρόκειται για ένα πολύ… σέξι τραγούδι. Οι εικόνες που πλάθει καθώς ξετυλίγεται η αφήγηση είναι από υπαινικτικά ερωτικές έως, σχεδόν ξεκάθαρα, αισθησιακές και  αυτό οφείλεται, νομίζω, στο βασικό του (αρχετυπικό, θα έλεγα) μοτίβο και σε όσα αυτό υποδηλώνει. Το μοτίβο αυτό μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: «Έχεις διαβεί ή γκρεμίσει με επιτυχία όλα τα τείχη του γυναικείου κάστρου και, πλέον, εκείνη σου παραδίνεται ολοκληρωτικά. Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα τώρα, οι ρόλοι είναι σαφείς, εσύ είσαι το αρχετυπικό αρσενικό (‘ρσενικό, που λέει κι ο Βοσκόπουλος), εκείνη είναι το αρχετυπικό θηλυκό, η λίμπιντό σας χτυπάει κόκκινο και είστε πιο έτοιμοι από ποτέ να βιώσετε την υπερβατική, μαγική στιγμή της ένωσής σας». Και όπως γνωρίζουμε όλοι μας, η μέθη η τεχνητή, η προκληθείσα εκ της καταναλώσεως ξυδιών, δεν μπορεί να συγκριθεί με τη φυσική μέθη που προκαλεί το άχρονο και ανεξάντλητο ποτό της ζωής και του έρωτα. Ε, κι αν τα δύο μεθύσια συμπέσουν, ακόμα καλύτερα, μπορεί να γράψεις και κανένα όμορφο τραγούδι, όταν, βεβαίως, ξεμεθύσεις. Και τώρα που το θυμήθηκα: είναι τυχαίο που στην αργκό το ξεμεθώ λέγεται ξενερώνω;;;

http://www.youtube.com/watch?v=0awSAf_Xa5A

102. Ο σαλταδόρος 

Σύνθεση: Μιχάλης Γενίτσαρης

Ερμηνεία: Μιχάλης Γενίτσαρης

Στίχος: Μιχάλης Γενίτσαρης

1945

Κυρίες και κύριοι: άμυνα, ανταρτοπόλεμος, τακτική πονηριά και στοχευμένες αντεπιθέσεις. Κακά τα ψέματα, όλα τα παραπάνω ταιριάζουν, ιστορικά και ιδιοσυγκρασιακά, στον Έλληνα, όταν πολεμάει. Από τους Περσικούς πολέμους μέχρι σήμερα, αυτό είναι το μοτίβο, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι οποίες, μάλιστα, συνήθως οδηγούν σε τραγωδίες με βαρύτατες συνέπειες. Βέβαια, το μοτίβο αυτό επεκτείνεται και αλλού. Δείτε για παράδειγμα με ποια φιλοσοφία αγωνίζονται οι εθνικές ομάδες μπάσκετ και ποδοσφαίρου και πόσο εντυπωσιακά αποτελέσματα επιτυγχάνουν, όταν μένουν πιστές σε αυτήν. Το θέμα είναι το εξής, φυσικά: καλή η φιλοσοφία και η νοοτροπία του ανταρτοπόλεμου και του «σαλταδορισμού» όταν μάχεσαι και κινδυνεύει η σωματική, η εθνική ή η όποια άλλη ακεραιότητά σου, αλλά τι γίνεται όταν εμποτίσει την καθημερινότητα μιας κοινωνίας και καταστεί συνήθης πρακτική; Ε, τι γίνεται τότε; Ξέρω γω, δε ρίχνετε μια ματιά γύρω σας, όσοι εξ υμών διαβιείτε στην «κατοικία των θεών», την Ελλαδάρα μας; Και προσέξτε την ειρωνεία της ιστορίας: η σχέση αιτίου-αιτιατού αντεστράφη πλήρως. Εκεί που η Κατοχή του 1941-44 της χώρας προκάλεσε την εμφάνιση των σαλταδόρων, στις μέρες μας η δράση κάποιων μεγαλοσαλταδόρων, αφενός, και η γενικότερη διάχυση του σαλταδορισμού σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας, αφετέρου, προκαλεί, κατά πως φαίνεται, μια νέα, ιδιότυπη, «Κατοχή», με τους ίδιους, μάλιστα, πρωτεργάτες. Πλάκα δεν έχει αυτό το Σύμπαν;

http://www.youtube.com/watch?v=SX_z-VSOq5M

101. Κι αν είμαι ροκ 

Σύνθεση: Μάνος Λοΐζος

Ερμηνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Στίχος: Δώρα Σιτζάνη

Άλμπουμ: Για μια μέρα ζωής

1980

Κι αν είμαι ροκ, είμαι και ποπ και τζαζ και φανκ και πανκ, γιατί αλλιώς δε θα μπορούσα να ήμουν ροκ.

 

http://www.youtube.com/watch?v=P-kzeisyMbw